ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ

2014-04-19 18:46

Τα τέσσερα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα, τάραξαν την ησυχία στο σπίτι του Νικόλα, που για χρόνια εκείνη, είχε ρόλο πρωταγωνιστικό. Η ανησυχία ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του και οι πρώτες σταγόνες του ιδρώτα έκαναν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους. Σαν μικρές φούσκες ξεφύτρωναν στο γερασμένο πια μέτωπο του Νίκου, ώσπου αυτές να γίνουν  μεγαλύτερες, και να πάρουν τον κατηφορικό δρόμο φτάνοντας μέχρι το πηγούνι του. Καιρό είχε να νοιώσει αυτήν την κρυάδα του τρόμου, και ο φόβος ήταν πια ορατός σ’ ολόκληρο το σώμα του.  Λίγο πριν τα μεσάνυχτα και το αμυδρό φως, φέγγιζε απ’ άκρη σ’ άκρη το χώρο του δωματίου του.  Μόλις λίγα τετραγωνικά μέτρα όλο κι όλο το σπίτι, μα για εκείνον έμοιαζε να ήταν ολόκληρα στρέμματα σε διαστάσεις, αφού μες σ’ αυτό χώρεσε μια ολόκληρη ζωή. Και δεν ήταν μικρή. Από  αναμνήσεις και θύμησες, ως και οι φωτογραφίες που ήταν διάσπαρτες στους τοίχους, όλα θύμιζαν τα ξεπερασμένα πια λάβαρα μιας ακόμα ζωής. Της δικής του.  Ξημέρωνε η 25η του Σεπτέμβρη η ημέρα της επετείου των γενεθλίων του, αλλά για ’κείνον ήταν σαν μια μέρα όπως και οι υπόλοιπες, που περνούσαν χαμένες μες στην απόλυτη σιωπή και τη μοναξιά του.

Βράδυ Σεπτέμβρη, προς το τέλος αυτού του μήνα στο νησί της Λέσβου, και το φθινόπωρο θαρρείς πως έμοιαζε ν’ αγγίζει με βεβαιότητα την καρδιά  του χειμώνα.  Το κρύο ήταν τσουχτερό, και η  βροχή που ανελλιπώς έπεφτε τις τελευταίες ημέρες, ανάγκασε τον Νικόλα να προβάρει τόσο πρόωρα τις χειμωνιάτικες εικόνες του. Το τζάκι άναβε από τις πρώτες μέρες του τρυγητή σκορπώντας ζεστασιά, και τα μάλλινα ρούχα του είχαν πάρει την θέση τους πάνω στο γέρικο σώμα του.  Μανιασμένος ήταν κι ο αέρας που φυσούσε δίχως να κοπάσει ούτε μία στιγμή, βδομάδες τώρα, συμπληρώνοντας με απόλυτη επιτυχία αυτό το καιρικό δίδυμο.

Τ’ όνειρο του Νικόλα, που από παιδί ακόμα είχε για το σπίτι κοντά στη θάλασσα, ήταν πια πραγματικότητα.   «Για ν’ ακούω το κύμα της… κι αυτή την ασάλευτη σιωπή της τα καλοκαίρια. Οι νοτιάδες της θα συμμαχούν μαζί μου σκορπώντας το γλυκό τραγούδι τους, και οι αέρηδες θα γεμίζουν τον μικρό μου κόσμο με την δική τους μουσική. Όσο για τους χειμώνες θα περνάν τόσο γρήγορα, αφού θα περιμένω την όμορφη άνοιξη με την αγωνία μικρού παιδιού για να ξαναδώ το χάραμα του καλοκαιριού… στον τόπο μου…»  Έτσι έλεγε και ξανάλεγε στους δικούς του ανθρώπους, με την προσμονή να μεγαλώνει μέσα του για να δει τη δική του απάνεμη θάλασσα.  Λες κι αυτή του έδινε ζωή κι ανάσες, κι ας ήταν αλμυρές, αφού είχε πια μάθει να τις γλυκαίνει, καθώς έμπαιναν στα ρουθούνια του γεμίζοντας τα πνευμόνια του. 

 Άφησε μια για πάντα  όλα όσα τον έδεναν με τη Μυτιλήνη, αλλά και τα πλούτη της φημισμένης οικογένειάς του, και το Τάρτι στον κόλπο της Γέρας, ήταν πια ο τωρινός τόπος διαμονής του. Έρημο σα στοιχειωμένο τοπίο τους χειμώνες, ζωντάνευε τα καλοκαίρια από τους επισκέπτες.

 Ναυτικός χρόνια ολόκληρα ο Νικόλας, ζούσε μόνος του στα ταξίδια στη θάλασσα, αλλά και στη στεριά, λέγοντας με περηφάνια πως αυτές οι δυο ήταν και οι επίσημες αγαπημένες του.  Από παιδί ξενιτεύτηκε, γυρνώντας όλο τον κόσμο, μα σαν το δικό του νησί  δεν βρήκε πουθενά. Γνώριμα λόγια ταξιδευτών, και κοσμογυρισμένων που αναπολούν το νόστο ως τη μεγαλύτερη επιθυμία της ζωής τους.   Οι εικόνες του γεμάτες να ασφυκτιούν, το ίδιο και οι αναμνήσεις όμορφες κι άσχημες, πάλιωναν χρονιά με τη χρόνια, αλλά για εκείνον αυτές ήταν όλη του η ζωή.  Μια όμως κρατήθηκε τόσο ζωντανή, κι ανέγγιχτη θαρρείς από τον καιρό, ακόμα και το κιτρίνισμα του χρόνου δεν την ακούμπησε ούτε στο ελάχιστο.

Με  αργά βήματα πλησίαζε ολοένα και περισσότερο προς την πόρτα, και η καρδιά του χτυπούσε σαν την ξέφρενη κούρσα ατίθασου αλόγου, που μόλις αυτή τη φορά κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην πίστα καταχειροκροτούμενο από τους θεατές.  Λίγα βήματα τον χώριζαν από τον άγνωστο που του χτύπησε μες στο βράδυ, και θαρρείς πως σε κάθε διασκελισμό προς αυτόν, περνούσε από μπροστά του κάθε κομμάτι από τη ζωή του.

Χειμώνας ήταν του ’68, όταν επιβιβάστηκε στο πλοίο της γραμμής από το λιμάνι της Μυτιλήνης για τον Πειραιά. Απ’ εκεί θα ’παιρνε το δικό του καράβι για τ’ ανοιχτά πελάγη, πολύ μακριά από τη Λέσβο. Η απόφαση ήταν μες στο μυαλό του καιρό τώρα για το μπάρκο, μιας και δεν υπήρχε κάτι που να τον δένει με τον τόπο αυτό. Αυτή η εικόνα του ’ρθε μες στο νου, όπως κι αυτή ακόμα πιο δυνατή κι ανεξίτηλη που ποτέ δεν ξέχασε ούτε ξεθώριασε. Τότε σ’ αυτό το ταξίδι, λίγο πριν φτάσει με το «Αρίων» στη Χίο. Από μακριά φέγγιζαν τα φώτα του λιμανιού του νησιού της μαστίχας, κι ο Νικόλας είχε βγει στην κουβέρτα του πλοίου για να δει καλύτερα.  Οι φωνές όμως και τ’ αγωνιώδη πρόσωπα των λιγοστών επιβατών τον τρόμαξαν, κάνοντάς τον να τρέξει γρηγορότερα κοντά σ’ ένα μικρό παιδί. Ένα αγόρι, ένα μικρό παιδί τον Μιχάλη, που λίγο πριν είχε δει με τα δικά του παιδικά κι αθώα μάτια, να παρασέρνουν τα κύματα μακριά την μητέρα του, οδηγώντας την με απόλυτη ακρίβεια στα παγερά βάθη του θανάτου.  Το γοερό κλάμα του τάραξε τους ταξιδιώτες, μα πολύ περισσότερο τον Νικόλα, βλέποντας τον Μιχάλη που με τις θρηνώδεις φωνές του έκλαιγε για την απώλεια της  μάνας του.  Άγνωστοι οι λόγοι σε όλους που την οδήγησαν σ’ αυτή την πράξη αφήνοντας πίσω της ένα παιδί. Έγιναν γνωστοί όμως στον Μιχάλη πολλά χρόνια μετά, αφού ένα γράμμα που του άφησε, εξηγούσε  τους λόγους που την έσπρωξαν στον θάνατο. Τότε κανείς δεν έψαξε να βρει τις αιτίες, κι όλοι οι επιβάτες αρκέστηκαν να σταθούν δίπλα στον Μιχάλη.  Το πτώμα της ξεβράστηκε μέρες μετά σε μια από τις πολλές παραλιακές αγκάλες της Λέσβου, όπου και θάφτηκε, από τους κατοίκους εκείνης της περιοχής.  Ο Νικόλας έμεινε κοντά στον Μιχάλη  όλη την διάρκεια του ταξιδιού τους μέχρι τον Πειραιά, κι ήταν ο ίδιος που τον παρέδωσε στις αρμόδιες αρχές, που με την σειρά τους τον οδήγησαν στην ασφάλεια του ορφανοτροφείου, κι από εκεί σε θετή οικογένεια της Αθήνας. 

Η αποψινή νύχτα έμελε να ήταν εκείνη, που θα αντάμωνε μια για πάντα τον Μιχάλη και τον Νικόλα.  Βρέθηκε εκεί ψάχνοντας για τον τάφο της μητέρας του, αφού με τους υπολογισμούς του και  απ’ αυτά που άκουσε από τους καπετάνιους που ήξεραν τις καιρικές συνθήκες, τον έφεραν στο Τάρτι, κοντά στη μητέρα του αλλά και στον Νικόλα.

«Δεν έβρισκα ο κουράγιο και τη δύναμη να ταξιδέψω με το πλοίο από τότε. Απ’ αυτή τη φορά. Όλα μέσα μου γυρνούσαν και ζωντάνευαν αυτές οι δραματικές στιγμές. Ήθελα όμως να έρθω… αυτή ήταν η επιθυμία μου που για χρόνια φώλιαζε μες στην ψυχή μου. Και είδες, η τύχη μας έφερε πάλι κοντά… Από το πρωί είμαι εδώ ψάχνοντας κάτι να βρω από τότε…»  Ο Μιχάλης, έμεινε κοντά στον Νικόλα επιστρέφοντας στη γενέτειρά του στη Λέσβο, πραγματοποιώντας την προσταγή της μητέρας του. Την τελευταία επιθυμία της. 

Ποτέ και κανένας από τους δυο δεν έμαθε για την αδελφική τους συγγένεια. Ο Νίκος είχε εγκαταλείψει τον πατέρα του αφού ολοένα και πύκνωναν οι φωνές για την εγκυμοσύνη της γυναίκας που τον φρόντιζε, αφού η δική του μητέρα είχε φύγει από τη ζωή όσο ο Νικόλας ήταν ακόμα μικρός.