ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

2014-04-19 16:48

 

Ο παγωμένος αέρας τρυπούσε κάθε εκατοστό από το σώμα  του  και η γενειάδα του  άσπρη σαν το χιόνι που για μέρες έπεφτε, ανέμιζε  στην φορά του ανέμου, φτάνοντας ως τους ώμους του. Ρακένδυτος, κουβαλούσε  ένα σακίδιο με τα απομεινάρια  της δικής του άχρωμης ημέρας,   και κάθε λεπτό που περνούσε σπαταλούσε άλλο ένα κομμάτι από την ζωή του.  Τα βήματά του αργά και κουρασμένα, έψαχνε για ένα πρόχειρο κατάλυμα   εκείνη την κρύα γιορτινή  νύχτα.

Αδύνατος, ίσα που ξεχώριζες το γερασμένο πρόσωπό του από τα γένια που το είχαν καλύψει απ’ άκρη σ’ άκρη, και οι ρυτίδες βαθιές, θαρρείς πως τα χρόνια που πέρασαν από πάνω του άφησαν σαν χαρακιές  τα σημάδια τους.

Αυτός ήταν ο Φίλιππος. Γνώριμη φυσιογνωμία  όχι μόνο της πόλης αλλά ολόκληρου του νησιού, μιας και ζούσε στη  Λέσβο τα τελευταία δύο χρόνια, μα ελάχιστα πράγματα ήξεραν  γι’ αυτόν, αφού σπάνια μιλούσε. Άφησε πίσω του την απρόσωπη  ζωή της Αθήνας, όταν έχασε και τον τελευταίο δικό του  άνθρωπο την Ισμήνη, επιλέγοντας  την Μυτιλήνη τον τόπο καταγωγής  της γυναίκας που τον μεγάλωσε, ακούγοντας  την ίδια να του λέει για την ομορφιά του τόπου της.

-Κορίτσι  έφυγα απ’ εκεί, για την Αθήνα.  Πρόλαβα όμως να γυρίσω όλο το νησί  που ακόμα μέχρι σήμερα στα γεράματά μου, το ‘χω μέσα στην καρδιά μου. Απ’ την Ανεμώτια  είμαι έτσι λένε το χωριό μου κάπου στο κέντρο του νησιού, ξακουστό για τ’ αμπέλια  και τα σταφύλια του. Η φύση είναι απλόχερη εκεί, όπως  σ’ όλη τη Λέσβο. Γεμάτη ροδόδεντρα, κουμαριές και καστανιές και τα γάργαρα ποτάμια  θα σου θυμίσουν κάτι από τον παράδεισο.

Για μήνες περιπλανήθηκε ο Φίλιππος στη Λέσβο,  ψάχνοντας για δουλειά και κατέληξε στη  Μυτιλήνη  πιστεύοντας πως  θα του έδινε περισσότερες ευκαιρίες.

 Άστεγος, δίχως κάποιον δικό του άνθρωπο δίπλα ακόμα κι αυτές τις γιορτινές μέρες, αχώριστο και αδιάσπαστο δίδυμο με την μοναξιά του.

Παραμονή Χριστουγέννων στην πρωτεύουσα του νησιού  και όλα ήταν κάτασπρα,  κάτι που δεν είχαν δει πότε οι κάτοικοι της Μυτιλήνης. Ακόμα  και οι γεροντότεροι, ορκιζόταν πως δεν είχε πέσει  ξανά στα χρονικά τόσο πολύ χιόνι, τουλάχιστον στην μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα της Λέσβου. Μισό μέτρο  παντού  και στα χωριά πλησίαζε απειλητικά,  το ένα μέτρο το ύψος του.

Η Αγιάσος  κρατούσε τα …λευκά πρωτεία μέρες τώρα, όπως και ο Όλυμπος,  από την κορυφή ως τους πρόποδες του ήταν χιονισμένος. Παρόμοια η κατάσταση και στον Λεπέτυμνο, όσο για το όρος Σκοτεινό, άσπρο,  έρχονταν σε αντίθεση με την ονομασία του. Στον Ροδίτη και το Μεγαλοχώρι,  το σκηνικό του καιρού έμοιαζε περισσότερο  μ’ αυτό της  Β. Ευρώπης  και του Καναδά,  με τα κλαδιά των πεύκων να λυγούν από το βάρος του χιονιού.

 Η κίνηση στους δρόμους σαφώς και ήταν περιορισμένη, και μόνο με αλυσίδες κινούνταν κάποια αυτοκίνητα κι αυτά κατά τις μεσημεριανές ώρες  από τον φόβο του παγετού.   Η οδός Ερμού στο κέντρο της πόλης που άλλοτε έσφυζε από ζωή, άδεια αφού τα περισσότερα καταστήματα ήταν κλειστά, λόγω του δριμέος ψύχους που επικρατούσε.  Τα ατυχήματα από τις πτώσεις,  και η ολισθηρότητα των δρόμων έκαναν πολλούς, να μείνουν μέσα στα σπίτια τους για την αποφυγή τέτοιων δυσάρεστων καταστάσεων.

Οι νιφάδες του χιονιού,  έπεφταν πυκνές και κάποια παιδιά  επιδίδονταν με επιτυχία στην κατασκευή χιονάνθρωπων στο πάρκο της Αγίας Ειρήνης με την επίβλεψη  των γονέων τους.  Μαγική  κατά  τ’ άλλα η εικόνα της Μυτιλήνης,  και τα Χριστούγεννα θα γιορτάζονταν ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του νησιού, όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι. Λευκά και κρύα.   

Τα λαμπιόνια πολύχρωμα  παντού, έπαιζαν το δικό τους παιχνίδι  αναβόσβηναν πότε αργά και κάποιες φορές γρήγορα κι από τα μεγάφωνα ακούγονταν  τα κάλαντα των Χριστουγέννων.  Η λάμψη  των εορτών έκανε την Μυτιλήνη ν’ ακτινοβολεί,  κι από  μέσα της αναδύονταν  γιορτινά αρώματα   σαν της κανέλας και του μελιού.

Από τα θαμπά παράθυρα των σπιτιών, εύκολα ξεχώριζες την ζεστασιά και την θαλπωρή εκείνης της ημέρας, που ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη  με το κρύο  της νύχτας των Χριστουγέννων.

Τα  χαρούμενα  πρόσωπα των παιδιών κολλημένα πάνω στα τζάμια ξεχώριζαν από μακριά με τις δικές τους ανάσες να  γίνονται καμβάδες  ζωγραφικής, και τα δάχτυλά τους πρόχειρα πινέλα, σχημάτιζαν  τις λέξεις όπως, «Χρόνια Πολλά» λίγο πριν διαλυθούν αυτές, και δώσουν την θέση τους σ’ άλλες.

 

Γνωστές εικόνες όλες εκείνες που έβλεπε ο Φίλιππος,  τις ένοιωθε τόσο δικές του σα να ήταν μέσα σ’ αυτές,  ακόμα και το χρώμα της παραμονής, του ήταν τόσο γνώριμο. Λίγο πριν τελειώσει την μικρή του βόλτα, και καθώς η νύχτα βάδιζε προς το ξημέρωμα ένα Χριστουγεννιάτικο άρωμα  πλημμύρισε τα σοκάκια της πόλης.  Στάθηκε έξω από ένα παράθυρο σπιτιού που ήταν στο ύψος του,  βλέποντας αυτή την ευτυχία  της οικογένειας που ξεχείλιζε και την ατμόσφαιρα τόσο γιορτινή,  που αναπόφευκτα το φτερούγισμα στα δικά του παιδικά χρόνια  των Χριστουγέννων  ξεδιπλώθηκε  μπροστά του.  

Η προσμονή των γιορτών, μαλάκωνε την ψυχή του κάνοντας τον να χαμογελάσει,  ξεχνώντας  την δυστυχία για την απώλεια των γονιών του.  Από πολύ μικρός ζούσε μόνος του και η φροντίδα του ήταν στα χέρια των γειτόνων. 

Τις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς  έμενε στο σπίτι της αγαπημένης του Ισμήνης δίπλα από το δικό του, που για τον Φίλιππο ήταν οι καλύτερες μέρες της χρονιάς. Εκείνη είχε αναλάβει άτυπα την επιμέλειά του αλλά και την σχολική μελέτη, όσο ακόμα ο Φίλιππος  ήταν μικρός.  Γι’ αυτόν η Ισμήνη ήταν όλος ο κόσμος του, κι εκείνη σαν γιο της τον μεγάλωσε.

 Ο στολισμός του δέντρου  και τα λιγοστά ψώνια που έκαναν μαζί  ήταν οι αγαπημένες του εργασίες της παραμονής. Πληθώρα τα φαγητά στο τραπέζι και οι οσμές των κουραμπιέδων  να είναι ακόμα μέχρι τώρα μέσα στα ρουθούνια του, όπως και ο ήχος από  το αυτοσχέδιο τριγωνάκι που του έφτιαχνε κάθε χρόνο η Ισμήνη  για το καλό του χρόνου όπως του έλεγε. Όσο για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς από μακριά άκουγε το έλκηθρο και την βαριά ανάσα των ελαφιών να ‘ρχονται προς το μέρος του. Ευτυχισμένος για άλλη μια φορά καθώς δεν τον ξέχασε  ο Άγιος, και το δώρο του πολύχρωμα μπαλόνια  κάτω από το δέντρο, φροντίζοντας ακόμα και γι’ αυτό η Ισμήνη,  ξεγελώντας τον για άλλη μια χρονιά.

Από τα μάτια του έτρεξαν τα δάκρυά του που πρόλαβαν ακόμα κι αυτά να παγώσουν πριν κυλήσουν στα γέρικα μάγουλά του, φέρνοντας εκείνες τις παιδικές του αναμνήσεις στο μυαλό. Τα δάχτυλά του από το κρύο άσπρισαν  και δεν κουνήθηκε ούτε ένα εκατοστό από την θέση του ακόμα και τότε που διαπίστωσε πως τον έβλεπαν δυο παιδικά μάτια  μέσα από το παράθυρο του σπιτιού.  Δεν τρόμαξε κανένας από τους δυο  και ο μικρός άνοιξε όσο πιο σιγά μπορούσε το παράθυρο κι ακούμπησε με τα δικά του ζεστά χέρια τα κρύα του Φίλιππου.  Ένα χάδι που  είχε ξεχάσει από πότε είχε να πάρει ο Φίλιππος κι ήταν σαν κι αυτό της Ισμήνης.  Το δώρο εκείνης της ημέρας.

 

Το ζεστό χαμόγελο  που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του παιδιού  συνάντησε  το γέλιο του Φίλιππου που αν και παγωμένο,  βγήκε από τα σπλάχνα του κι ήταν τόσο έντονο, όπως κι η χαρά του.  Με μιας το κρύο δεν υπήρχε  πια δίπλα του και η καρδιά του ζεστάθηκε βλέποντας το αθώο βλέμμα του παιδιού. Σαν κάποιος να τον νοιάστηκε  χαρίζοντας του ένα τόσο δα χαμόγελο κι ένα μεγάλο χάδι.   Ο μικρός του φίλος, ακούμπησε το πρόσωπό του στο τζάμι και με την παιδική άχνα που δημιουργήθηκε πάνω του, έγραψε δυο λέξεις με κεφαλαία γράμματα:

                                                       ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.