ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ...

2014-10-26 15:59

 

                                                           ΝΑ   ΦΕΥΓΕΙΣ…

Πάντα ζήλευα αυτούς που φεύγουν γενικώς.  Εκείνους που την «κάνουν» και ανοίγουν τα φτερά τους για αλλού. Φεύγουν από την μιζέρια, το κατρακύλισμα τον πάτο. Θαυμάζω εκείνους που δίνουν μια δυνατή ποδιά  τινάζοντας από τα δάχτυλα των ποδιών τους τα υπολείμματα της άμμου και σαν ελατήρια αναδύονται ξανά στην επιφάνεια ανασαίνοντας πια ελεύθεροι. Μιλώ για όλους εκείνους που έριξαν μια μούντζα πίσω στο παρελθόν τους, και πήραν τα ιμάτιά τους γι’ άλλες πολιτείες. Θέλει όμως κότσια για να μην πω καμία άλλη λέξη είμαι και στην αρχή αυτού του βιβλίου και πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να βρω τον μπελά μου από τους αγαπητούς αναγνώστες και να με απορρίψουν από τώρα πετώντας σε μια γωνιά το γραπτό μου. Θέλει πίστη και δύναμη τις οποίες ποτέ δεν πίστευα ότι έχω κάπου μέσα μου κρυμμένες. Κι όμως το έκανα. Πήρα την απόφαση- ομολογουμένως ήταν δύσκολη-  και τώρα ταξιδεύω ψάχνοντας να βρω την δική μου εύφορη γη. Εκείνη την καταπράσινη σαν το λιβάδι που έβλεπα μόνο σε φωτογραφίες και αφίσες, αλλά ποτέ δεν μπήκα στην διαδικασία να το ψάξω και να ψαχτώ ο ίδιος σε βάθος. Να γυρέψω τον δικό μου –αρχικά επίγειο- παράδεισο όπως μου έλεγε ο πατέρας μου ότι πρέπει κάποτε να βρω, αφού αυτός είναι ο ανθρώπινος προορισμός, πριν τον οριστικό τον αιώνιο και της ψυχής. Τελικά- αν και διανύω τα πρώτα μέτρα της φυγής μου- έχω ήδη πειστεί  πως ο καθένας από εμάς έχει απεριόριστες δυνατότητες που μπορεί καμία φορά να φτάσουν και να ξεπεράσουν ολόκληρο το σύμπαν.

Και μια που λέω σύμπαν μόλις τώρα μου ’ρχεται στο νου εκείνο το ρητό που όλο άκουγα αλλά ποτέ μέχρι σήμερα δεν υιοθέτησα, πως ολόκληρο συνωμοτεί για να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες σου. Όποιες κι αν είναι αυτές, αρκεί να είναι δυνατές. Πολύ δυνατές, σαν τις δικές μου.   

Κρατάω γερά το τιμόνι του αυτοκινήτου και αφήνω το μυαλό μου λυμένο να αιωρείται έξω από το σώμα. Δεν φυλακίζεται και έτσι ελεύθερο όπως είναι μπορεί να ταξιδέψει οπουδήποτε. Το ίδιο και η ματιά μου που έπαψε εδώ και ώρα να είναι αφοσιωμένη πάνω στο δρόμο και βλέπει άλλες εικόνες πολύ μακριά απ’ αυτές τις μονότονες οδικές. Για την προσοχή μου αυτή είναι αλλού κι αλλού, μόνο η ακοή μου δηλώνει παρούσα στον μικρό χώρο του οχήματος κι αυτό οφείλεται στην ροκ, στην επίσημη αγαπημένη μου μουσική χρόνια τώρα.  Είμαι ήρεμος, οδηγώ σχετικά καλά  και αυτό με σώζει από πιθανό παράπτωμα του κυκλοφοριακού κώδικα, αν και η κίνηση των οχημάτων είναι περιορισμένη κι έτσι μάλλον γλυτώνω μια ενδεχόμενη παράβαση. Μπορώ να παρκάρω οπουδήποτε, να σταματήσω ακόμα και στη μέση του δρόμου δίχως να ενοχλήσω κάποιον και τέλος να κορνάρω διαρκώς.  Από την άλλη έπαψα από καιρό να πίνω αλκοόλ οδηγώντας, να τρέχω να προλάβω- άραγε τί;-αλλά πάντα να είμαι καθυστερημένος όπου κι αν πήγαινα και να σκέφτομαι χίλια δυο πράγματα.  Τα παιδιά, τη γυναίκα, τη δουλειά… Α! να περνάω και με κόκκινο πάνω στη βιασύνη μου.

Ανατρέχω -ίσως αναπολώ είναι πιο σωστή λέξη- συχνά στο παρελθόν ψάχνοντας τις σκιές και τα ίχνη του εαυτού μου. Το γιατί δεν το γνωρίζω ακριβώς για να σας το πω, αλλά όπως ακούω από τους ειδικούς που λένε ότι κατά την διάρκεια της ζωής μας κουβαλάμε τις αναμνήσεις εκείνων των χρόνων.  Αυτών των παιδικών.  Και αυτή η στιγμή είναι η πιο κατάλληλη ευκαιρία για να το πραγματοποιήσω. Τί μου λείπει; Τίποτα. Το έδαφος είναι πρόσφορο.  Έχω την ησυχία μου, καπνίζω ελεύθερα δίχως περιορισμούς και τα γνωστά μέτρα και αυτό με βοηθάει αφάνταστα στον ειρμό της σκέψης μου. Έτσι με συντροφιά την μοναξιά που επίσης είναι αρωγός σ’ αυτήν την έξοδο, ξεκινώ την ανασκαφή του εαυτού μου.

Με λένε Μπάμπη Παπαδόπουλο και κοντεύω να μπω στην έκτη δεκαετία της ζωής μου ή μάλλον να κλείσω μια για πάντα την πέμπτη. Σ’ έναν χρόνο από τώρα για την ακρίβεια, στις τέσσερις του Νοέμβρη. Πως πέρασε κάτι παραπάνω από μισός αιώνας ούτε που θυμάμαι. Γρήγορα πάντως τόσο γρήγορα που σας ορκίζομαι δεν το κατάλαβα. Άλλωστε αυτή η παραπάνω πρόταση έχει γίνει τόσο κλισέ που από την συχνότητα της εμφάνισής της στα στόματα όλων που έπαψε πια να έχει σημασία. Ή μάλλον έχει, άλλα είναι ασήμαντη και ξεπερασμένη. Την λες έτσι για να την πεις και τίποτα άλλο. Όποιον και ν’ ακούσεις αυτό λέει. Πώς περνούν τα χρόνια βρε παιδί μου, πότε ήταν μια σταλιά και πότε έγινε κοτζάμ άντρας αν πρόκειται για αγόρι, και ολόκληρη γυναίκα όταν αναφέρονται σε κορίτσι. Μυστήριο, μάλλον χρονικό μυστήριο. Για άλλους ο χρόνος κυλά αργά κι ενίοτε βασανιστικά περιμένοντας να ωριμάσει μες στα δρύινα βαρέλια το Jack Daniels, και για άλλους τρέχει τόσο γρήγορα που δεν τον προλαβαίνει ούτε ο σφοδρός άνεμος. Όπου άνεμος βάλτε τον κατοστάρη, εξίσου όμως σφοδρό, Bolt.

Πάντως  για να ξεφύγω λίγο απ’ αυτά τα ολίγον φιλοσοφικά ζητήματα κατ’ άλλους υπαρξιακά θέματα, αλλά υπόσχομαι ότι θα επανέλθω, θέλω να σας δηλώσω υπεύθυνα ότι τον τελευταίο καιρό γράφω. Κουβαλάω μαζί μου ένα μεγάλο και πολυσέλιδο τετράδιο, απ’ αυτά με τα πολύχρωμα φαντεζί εξώφυλλα, και μέσα στις σελίδες του σημειώνω οτιδήποτε θεωρώ άξιο γραφής. Γενικά έχω συλλάβει τον εαυτό μου ουκ ολίγες φορές να «γράφει» κανονικότατα πολλά και διάφορα, από πρόσωπα, ιδεολογίες, πολιτικούς, και θα ’λεγα ότι όλη αυτή η κατάσταση μ’ έκανε ν’  αλλάξω. Όλοι αλλάζουμε θέλουμε δε θέλουμε. Η ζωή θα μου πείτε μας πηγαίνει αλλού κι αλλού κι εμείς βαδίζουμε πάνω στα χνάρια της, αφού δεν έχουμε άλλη επιλογή. Πρόσωπα που κάποια στιγμή λάτρεψες τώρα έχεις τραβήξει πάνω τους ένα μεγάλο κατακόκκινο Χ, όσο για τις ιδεολογίες συμφωνώ μ’ εκείνους που δηλώνουν πως παρήλθαν πια σαν τις ξεπεσμένες τραγουδίστριες του πενταγράμμου που κάποτε μεσουρανούσαν και γέμιζαν τα νυχτομάγαζα. Με τα ανωτέρω ποτέ δεν τα πήγαινα καλά, και λίγες φορές στην ζωή μου κατέβηκα τα σκαλοπάτια για να μπω σ’ ένα τέτοιου είδους κατάστημα. Κατέβηκα είπα διότι στο σύνολό τους είναι υπόγεια του θανατά και σε γειτονιές-συνοικίες κάτι σαν τα Αμερικάνικα γκέτα που σε κάθε σου βήμα νιώθεις όπως και να ’χει έναν φόβο καταδίωξης.   

Από πού να αρχίσω να ξετυλίγω το κουβάρι δεν ξέρω. Δεν βοηθάει καθόλου μα καθόλου αυτό το άψυχο χαρτί που απλώνεται μπροστά μου. Άλλη μια πρόταση «κλισέ», ίσως και ποιητική, χιλιοειπωμένη από πολλούς που ασχολούνται με αυτό το είδος.  Άψυχο και λευκό χαρτί αυτό του υπολογιστή που το βλέπεις όμως να γεμίζει γράφοντας. Μπορείς, αν θες να παίξεις με το γραπτό σου να το διαμορφώσεις όπως εσύ θέλεις να κάνεις τα γράμματα έντονα, χρωματιστά και πλάγια. Πολλές επιλογές και η εξέλιξη παντού. «Εμείς στα χρόνια εκείνα με κοντυλοφόρο γράφαμε και με την λάμπα πετρελαίου δίπλα μας να τρεμοσβήνει…». Πρόταση που ακούσαμε αμέτρητες φορές όλοι μας αλλά ευτυχώς ανήκει στο παρελθόν που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

 

«Άκου Παπαδόπουλος» Πόσες φορές άκουσα αυτές τις δυο λέξεις στη ζωή μου. Πόσες να σας πω;  Από το σχολείο και τους δασκάλους ως το γυμνάσιο, και στο στρατό ήρθε κι έδεσε σαν το γλυκό του κουταλιού. Λες και δεν είχα όνομα αλλά μόνο επίθετο. Παπαδόπουλε ο ένας, Παπαδόπουλε ο άλλος. Ειδικά αυτοί οι μονιμάδες και οι δόκιμοι δεν περνούσε ούτε μία ημέρα να μην με φωνάξουν με το επίθετό μου. Μια μέρα στο τάγμα και σε καλοκαιρινή περίοδο δίχως ασκήσεις και τρεξίματα μέτρησα από το πρωί ίσαμε το μεσημέρι 32 φορές που με φώναξαν «Παπαδόπουλος». Αυτό όμως, το άκου Παπαδόπουλος, μου είχε γίνει εφιάλτης. Τάματα είχα κάνει σε όποιον άγιο ήξερα να ακούσω το Μπάμπης από κάποιο στόμα, ας ήταν κι απ’ αυτό του χειρότερου εχθρού μου. Λοιπόν σας πληροφορώ ότι κατά την θητεία μου στον ελληνικό στρατό δεν το άκουσα ποτέ.

Άκου Παπαδόπουλος λέω και ξαναλέω μέσα μου. Επίθετο είναι αυτό; Η μισή Ελλάδα για να μην πω πολύ παραπάνω από τη μισή έτσι ονομάζεται. Παπαδόπουλος. Δεν σας κρύβω ότι έκανα προσπάθειες για να αλλάξω αυτό το επίθετό μου αλλά όταν έφτασαν στ’ αυτιά του πατέρα μου εκείνες οι ενέργειες, η ματιά του και μόνο αυτή έφτασε για σταματήσει κάθε δική μου πράξη. Κι όλα αυτά πριν καταταχτώ στο στράτευμα θαρρείς και ήξερα τι θα υποστώ. Άλλωστε τα σημάδια που είχα από τα σχολικά χρόνια με οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια εκεί. Στην συχνή αναφορά του.  

Κατ’ αρχήν αγόρι μου είναι μεγάλο όνομα το λες και γεμίζει το στόμα σου. Πιασάρικο όνομα. Μένει μες στο μυαλό και όλοι σε θυμούνται. Έτσι ξεκίνησε την κουβέντα μας εκείνο το μεσημέρι όταν έμαθε τα περί προσπάθειας της αλλαγής του Παπαδόπουλος. Θα σ’ άρεσε ρε να σε λένε για παράδειγμα Αλογοσκούφη  ή Παπαρήγα… Πού θα πας με αυτά τα επίθετα;   Δε λέω το Αλογοσκούφης δεν είναι επίθετο μη σας πω ότι ήταν πολύ χειρότερο από αυτό που είχα, σχεδόν οδυνηρό, αλλά το Παπαρήγας δεν θα με χαλούσε.

Η πολιτική ξέχασα να σας πω ήταν μέσα στο αίμα του πατέρα μου, οπότε το παράδειγμα που σας ανάφερα πιο πάνω με το Αλογοσκούφης  άνετα χαρακτηρίζεται ατυχές. Από παιδί τον θυμάμαι να μου λέει ιστορίες για τον Βενιζέλο και τους αντάρτες, αντί για παραμύθια με δράκους με όμορφο τέλος και πάντα υποστήριζε πως από την χώρα και από τα δικά του χρόνια πάντα έλειπε ένας ηγέτης. Ο πραγματικός όμως, ο αληθινός που θα ’βαζε μια τάξη στο χάος και θα οδηγούσε την Ελλάδα εκ του ασφαλούς στη γη της ευφορίας.

Και ποια ήταν αυτή η γη σύμφωνα με τα λεγόμενα του πατέρα μου; Η δικαιοσύνη. Αυτή και μόνο έφτανε για τον ίδιο για να φτιάξουν τα πράγματα και όλες οι καταστάσεις στη χώρα.

 

Οι τάσεις της φυγής μου -για να επανέλθω- είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται από παλιά. Από πότε να σας πω. Από τα είκοσι χρόνια. Λίγο μετά αφ’  ότου απολύθηκα από τον στρατό το έψαξα αλλά δεν έκατσε. Από την μια ζήλεψα κατ’  αρχήν τους φοιτητές που έφευγαν για την Αθήνα και για τις τάχα σπουδές τους και αυτοί οι Σεπτέμβρηδες που άδειαζε ο τόπος από τους ντόπιους μου ’λιωναν τα σωθικά. Ξέρεις τι είναι να βλέπεις τίγκα τα λεωφορεία της γραμμής να φεύγουν κι εσύ να μένεις εκεί πίσω; Να κάνεις τί; Έχανα τις παρέες, αδειάζανε τα μαγαζιά και από την άλλη ήταν και αυτός ο Σεπτέμβρης που πάντα είναι μελαγχολικός και γκρίζος από την φύση του να σου θυμίζει λέγοντας ψιθυριστά στο αυτί σε κάθε σου βήμα πως από δω και στο εξής μεγάλε θα είμαστε οι δυο μας…