Να σε δω να γελάς.

2014-05-11 17:40

                             

 

 

                                                  ΝΑ ΣΕ ΔΩ ΝΑ ΓΕΛΑΣ…

Ξύπνα. Μη κοιμάσαι άλλο ρε μαμά.  Φτάνουν για απόψε τα όνειρα κυρά-Μερόπη. Ξύπνα ... Είναι η γιορτή σου, η γιορτή μας. Σου έφεραν ανθοδέσμες τα …εγγόνια σου για την σημερινή μέρα… Πολύχρωμα τριαντάφυλλα. Ξύπνα να τα δεις.

Δυο κόρες είχε η Μερόπη, και οι δυο πανέμορφες σαν κι αυτή.  Αρχοντική η ίδια, γεμάτα περίσσια ομορφιά και τα κορίτσια της, μιας και πήραν όλα τα χαρακτηριστικά της. Λουλούδια τις ονόμασε, και κάτι αντίστοιχο ήταν οι δυο τους. Σαν τ’ ανοιξιάτικα τριαντάφυλλα ή αυτά του Μαγιού τα πρώτα της εποχής, εκείνα που μοσχοβολούν περισσότερο από κάθε άλλη φορά.  Όσο για χρώματα εύκολα η Μερόπη διάλεξε το κόκκινο για τη μια, για την Σοφία, που συμβολίζει το πάθος, και το λευκό για την άλλη, για την αγνότητα όπως έλεγε για τη Χαρά.  Από τότε, από την πρώτη μέρα που γεννήθηκαν έτσι τις είπε.  Κι έτσι ήταν οι τρεις τους. Δεμένες κορίτσια και μάνα δεν ξεχώρισαν ποτέ. Παρά μία και μοναδική φορά. Την σημερινή, στη γιορτή της μητέρας.

Στα 4 της χρόνια η Σοφία, και ένα χρόνο απ’ αυτήν μικρότερη η Χαρά, έχασαν τον πατέρα τους παιδιά ακόμη, και όλα τα βάρη της ανατροφής τους έπεσαν πάνω στη Μερόπη.  Μεγαλωμένες με αρχές, αυτές της μάνας τους που τις κληρονόμησε από την δική της μητέρα, και σταδιακά τις πέρασε μέσα στην οικογένειά της και στις κόρες της. 

Από τα γιατροσόφια της και τις συνταγές μαγειρικής, μέχρι στα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια των κοριτσιών της είχε τις λύσεις η Μερόπη. Κι όταν εκείνος ήρθε στην εφηβεία της Σοφίας, η Μερόπη ήταν εκεί για τις πρώτες πετυχημένες οδηγίες στην κόρη της.  

Τ’ ανατολίτικα φίλτρα της αρωματισμένα από τα βοτάνια του τόπου της καταγωγής της, που έμοιαζαν να ήταν μαγικά, αφού απομάκρυναν κάθε λογής πόνο με μια και μόνο  επάλειψη.  Από τα ματωμένα παιδικά πόδια της Σοφίας και της Χαράς, ως και τους αγκώνες των χεριών τους, γιάτρευε η Μερόπη, διώχνοντας μακριά κάθε σημάδι. Αυτά τα μυστικά ήταν φερμένα από την Πόλη, όπως και οι συνταγές της μαγειρικής της που από την κανέλα και τα μοσχοκάρυδα για μέρες μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά εκεί στη Λυκόβρυση, όταν βρισκόταν σε πλήρη δράση η Μερόπη μες στην κουζίνα της. Και σε περιόδους γιορτών, σαν κι αυτές των Χριστουγέννων και της Λαμπρής όλα μύριζαν μητέρα, όπως είχαν ονομάσει αυτές τις μυρωδιές οι κόρες της.

Μέχρι την ενηλικίωση και των δυο κοριτσιών, όλα κυλούσαν όπως ακριβώς έπρεπε, και όπως τα είχε σχεδιάσει μες στο μυαλό της η Μερόπη. Η ευτυχία ξεχείλιζε από το σπιτικό τους, κι ας ήταν εμφανέστατη η απουσία του συζύγου και πατέρα των κοριτσιών. Η Σοφία και η Χαρά  θαρρείς όσο μεγάλωναν άλλο τόσο μεγάλη γινόταν και η ομορφιά τους. Περιζήτητες πια στην ανδρική κοινότητα των βορείων προαστίων από την εφηβική ηλικία τους, αριστούχες μαθήτριες και οσονούπω φοιτήτριες, όνειρο ετών και για τις τρεις γυναίκες.  

Ένα ατύχημα όμως που συνέβη στην Σοφία στα 18 της χρόνια, άλλαξε άρδην εκείνο το χαρούμενο  σκηνικό της οικογένειας. Σαν κάποιος να ζήλεψε εκείνη την απαράμιλλη ευτυχία της οικογένειας, και τα πρώτα σκούρα σύννεφα έκαναν την εμφάνισή τους στο απάνεμο σπίτι της Μερόπης. 

Τροχαίο και μάλιστα σφοδρότατο ήταν η πρώτη εκτίμηση των ανδρών του ανακριτικού τμήματος της αστυνομίας όταν κλήθηκαν επί τόπου για τα απαραίτητα στοιχεία της δικογραφίας.   Αποτέλεσμα εκείνου του ατυχήματος ήταν η  αναπηρία της Σοφίας, χάνοντας τα δυο της πόδια, και όχι μόνο.  Από τα 19 της χρόνια καθηλωμένη σ’ ένα αναπηρικό αμαξίδιο και εξαρτώμενη κατά το πλείστον από την οικογένειά της αρχικά, και στα 24 της, από τον άντρα της, αφού ο έρωτας τους ήταν πια γνωστός  από παιδιά ακόμα.  Γιατρός ορθοπεδικός στο επάγγελμα ο Γιώργος έκανε τα αδύνατα δυνατά για την Σοφία του και μόνο, όσο για εκείνη, από την πρώτη στιγμή είδε στο πρόσωπό του αυτό που είχε ονειρευτεί. Τα εμπόδια όμως  ήταν πολλά που είχαν να ξεπεράσουν πριν φτάσουν στο γάμο, μιας και από την πλευρά των γονιών του Γιώργο δεν υπήρχαν ελπίδες να δεχτούν την ανάπηρη Σοφία για νύφη τους. Τα χειρότερα όμως για αυτούς ήρθαν όταν άκουσαν από  το στόμα του γιου τους για το πρόβλημα που προήλθε, κατά τα λεγόμενα των συναδέλφων του ιατρών γυναικολόγων, απο το ατύχημα που προκάλεσε σοβαρότατες βλάβες και μάλιστα μη αναστρέψιμες, στη βουβωνική χώρα στο σώμα της Σοφίας.  

 Τέτοια νύφη εγώ δεν κάνω… τα πρώτα λόγια στον μοναχογιό της από την μητέρα του Γιώργου.  Τα όνειρα που έκανα για σένα να τα ξεχάσω και να τα διαλύσω; Γυναίκες ακόμα υπάρχουν ευτυχώς, σημείωνε στο λόγο της κάθε τόσο αρνούμενη να δεχτεί την Σοφία για σύζυγο του Γιώργου της. 

Τα κλάματα όμως της Σοφίας πύκνωναν ολοένα και περισσότερο, και γίνονταν δάκρυα στα πρόσωπα τόσο της Μερόπης αλλά και της Χαράς. Η λύπη και τα δυσάρεστα συναισθήματα ήταν καθημερινά στην Σοφία, νιώθοντας πως όσο περνούσε ο καιρός έχανε τον παιδικό της έρωτα. Και ο λόγος ένας και μοναδικός. Η ανικανότητά της να του προσφέρει εκείνο που ήθελαν και οι δυο από παιδιά, και που για αυτό ονειρεύονταν από τις πρώτες μέρες αυτού που παιδικού και αθώου έρωτά τους.

Η λύση, ως δια μαγείας έφτασε στ’ αυτιά της Μερόπης, όταν άκουσε για τον όρο παρένθετη μητέρα. Άμεσα και χωρίς ενδοιασμούς λες πως κίνησε γη και ουρανό, και το όνειρο της Σοφίας αλλά και του Γιώργου, έμοιαζε να αποκτά σάρκα και οστά κι αυτό εξαιτίας της Μερόπης.  Η διαδικασία επώδυνη, αλλά φαινόταν από την αρχή σίγουρη. Κι αυτό έγινε.

Άλλα δυο παιδιά γέννησε η Μερόπη, κι αυτό για την Σοφία της δίνοντάς της το μεγαλύτερο αγαθό. Κι όταν τα παιδιά της, τα δυο αγόρια της, είπαν μητέρα την Σοφία, της χάρισαν όχι μόνο ζωή, αλλά της έδωσαν ξανά χαρά κάτι που είχε ξεχάσει πως υπήρχε.

Να σε δω να γελάς… γι’ αυτό και μόνο. Για να είσαι χαρούμενη από δω και πέρα…, της είχε πει η Μερόπη στην κόρη της. Και ήταν. Όχι μόνο η Σοφία αλλά και ο Γιώργος πλημμύριζαν και οι δυο τους από μια ανείπωτη ευτυχία που ολοένα και μεγάλωνε για να φτάσει και να ξεπεράσει κάθε δικό τους όριο.  

Από τότε η γιορτή της μητέρας, ήταν κάτι παραπάνω από γιορτή στην μεγάλη πια οικογένεια της Μερόπης. Οι παιδικές φωνές και τα γέλια, ήταν μέρος της καθημερινότητας εκεί στα βόρεια προάστια της Αθήνας. 

Και την μέρα αυτή, την 11η του εκείνου του Μάη έφυγε από τη ζωή η Μερόπη. Μάταια της φώναζε η Σοφία πως ήταν πια αργά για τον απογευματινό της ύπνο.  Δεν την άκουσε ούτε όταν της είπε πως τα λουλούδια που κρατούσαν οι γιοι της ήταν γι’ αυτήν. Τριαντάφυλλα κόκκινα και λευκά, τόσο όμορφα σαν τις δυο κόρες της.

Η Σοφία πλησίασε την μητέρα της, δείχνοντας εμφανώς την ανησυχία της που ήταν πια έκδηλη στο πρόσωπό της.  Η Μερόπη ήταν ήδη νεκρή. Έφυγε απο τη ζωή  δίνοντας το υπέρτατο αγαθό στην ίδια της την κόρη. Αυτό της μητρότητας.