ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

2014-07-20 19:04

                                                     

                                                                 ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

 

Ο Δήμος τύλιξε στα χέρια του την Ερατώ κρατώντας την γερά μες στην αγκαλιά του, και τα λόγια του ήταν γεμάτα σ’ αγαπώ που ακούστηκαν δεκάδες φορές από το στόμα του. Σα να περίμεναν αυτή την στιγμή χρόνια τώρα για να βγουν από μέσα του.  Από τα βάθη της ψυχής η φωνή του έβγαινε σιγανά σαν ένας ψίθυρος, αρκετά ικανός όμως για να φτάσει ως τ’ αυτιά της Ερατούς. Όλες οι αισθήσεις τους ήταν εκεί ζωηρές, λες και καραδοκούσαν έτοιμες να εκτιναχτούν σαν του πρώτου έφηβου έρωτα.  Η καρδιά του Δήμου χτυπούσε δυνατά, και θαρρείς πως ήταν ανίκανος να την τιθασεύσει, υπενθυμίζοντάς του το πρώτο ερωτικό καρδιοχτύπι, πολλά χρονιά πριν. Η εικόνα της Ερατούς προκαλούσε στον ίδιο θαυμασμό και χωρίς να της πει κάτι άλλο άφησε την ματιά του ελεύθερη να τρέξει πάνω στο πρόσωπο και στο κορμί της. Στεκόταν όρθιοι και οι δυο και κανείς του δεν τολμούσε ν’ αφήσει να φύγει εκείνη η μοναδική στιγμή. Κόντευε σούρουπο και η άχνα που σχηματίστηκε στον ορίζοντα από την παρατεταμένη υγρασία των τελευταίων ημερών, θόλωνε το θαλάσσιο τοπίο κάπου στα βάθη του Αιγαίου πελάγους.

-Πες μου πού είμαστε Δήμο; Είναι τόσο όμορφα, το νοιώθω. Δεν θέλω να τελειώσει η σημερινή ημέρα, δεν θέλω να νυχτώσει. Να μπορούσα να σταματήσω εδώ το χρόνο, την ώρα, να μείνουμε για πάντα εδώ. Οι δυο μας να μην μας χωρίσει καμιά απόσταση, να μην αφήσω κανέναν πια να σε πάρει μακριά μου. Είναι τόσο όμορφα. Είναι και αυτό το αεράκι που κάνει ακόμα πιο όμορφες αυτές τις στιγμές μας.

-Τόσα χρόνια, τόσα χρόνια αφήσαμε να φύγουν… Μα τώρα όμως όλα έχουν τελειώσει, έτσι δεν είναι Ρατώ μου;.  Η Ερατώ συμφώνησε μαζί του κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της. Την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε, όπως τότε, σ’ ένα από τους πολλούς καφενέδες της Μυτιλήνης, που υπήρχαν μέσα στην κεντρική αγορά την Ερμού. Οι νεανικές φωνές δεν τους ενοχλούσαν όπως και η φασαρία που ακουγόταν γύρω τους. Λες και όλα είχαν σωπάσει, συνωμοτώντας μαζί τους ιδανικά γι’ αυτή την μοναδική στιγμή. Ο Οκτώβρης  ήταν εκεί, μαζί του και οι φοιτητές που επέστρεψαν, και είχαν γεμίσει όλα τα καλά στέκια της πόλης δίνοντας  ζωντάνια, που η αλήθεια ήταν πως απουσίαζε όλο αυτόν τον καιρό από την πόλη. Ξεχώριζαν οι δυο τους από χιλιόμετρα μακριά ανάμεσα σε νεαρά ζευγάρια και παρέες που από πολύ νωρίς ήταν εκεί, όπως έκαναν καθημερινά άλλωστε τον τελευταίο καιρό.  Η Ερατώ άγγιξε το σώμα του Δήμου περισσότερο για να τον νοιώσει πως ήταν δίπλα της ακουμπώντας τα χέρια του κι εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του. Έβαλε την Ερατώ στην πιο κατάλληλη θέση, απέναντί του για να την βλέπει το πρόσωπό της.  Τα μάτια της θολά, άσπρα,  από κορίτσι, αυτό όμως δεν την εμπόδιζε ούτε στάθηκε ποτέ ικανό για να «βλέπει» με τον δικό της τρόπο.

«Με την ανάσα σου και  με την δική σου ξεχωριστή αύρα Δήμο μου σε καταλαβαίνω και μπορώ να σε «δω»… Μπορώ να σε «διακρίνω» από χιλιόμετρα μακριά, μόνο εσένα… Να, δεν έχεις ακούσει ποτέ γι’ αυτό που λένε για την ψυχή; Για τα μάτια της ψυχής; Έτσι κι εγώ μπορώ και αντιλαμβάνομαι το καθετί που γίνεται δίπλα μου κι ας μην έχω τα μάτια μου, το φως μου.  Αυτούς που αγαπάς, Δήμο μου, τους βλέπεις με τα πιο καθαρά μάτια...  Τους βλέπεις κατευθείαν στην ψυχή.»  Έτσι του είχε πει στα δεκαοχτώ της χρόνια, την πρώτη φορά που περπάτησαν οι δυο τους πάνω στην άμμο και ο Δήμος της περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια για αυτά που έβλεπε εκείνος και δεν μπορούσε να δει η Ερατώ.  Αυτό του είχε ζητήσει τότε κι αυτό ήθελε κάθε φορά που αντάμωναν οι δυο τους. Να της μιλάει για το νησί τους για τη Λέσβο. Να την «ταξιδεύει» απ’ άκρη σ’ άκρη σε κάθε γωνιά της Μυτιλήνης.  Έτσι η Ερατώ γνώρισε πολύ καλά κάθε γωνιά της πόλης και του νησιού πάντα με τις αναλυτικές περιγραφές που της έκανε ο Δήμος. Από την παραλία της Μυτιλήνης και τα πάρκα της, ως το Πλωμάρι και την Ερεσό την «σεργιάνιζε» με τα λόγια του. Τις χειμωνιάτικες Κυριακές την συνόδευε ως την Αγιάσο και τον Μόλυβο αφού έπαιρνε την σχετική  άδεια από τους γονείς της.  

Σαράντα χρόνια πέρασαν Δήμο, σαράντα. Μέσα μου όμως δεν πέρασε ούτε μια μέρα από τότε. Πες μου τι θυμάσαι απ’ αυτές τις ημέρες;

Οι καρδιές μας δεν ξέχασαν Ρατώ μου. Το μυαλό ξεχνάει; Πες μου ο νους λησμονεί;

Το φουστάνι της Ερατούς όπως και η χαρούμενη διάθεσή της πρόδιδαν για τα καλά την σημερινή ημέρα.  Σαν ένα νυφικό το κρεμ φόρεμά της που δεκαετίες ολόκληρες παρέμεινε κρεμασμένο μες στη ντουλάπα της περιμένοντας να το φορέσει στον γάμο της με τον Δήμο.  Το ίδιο και τα λουλουδένια στέφανα που έφτιαξε μόνη της με τα χέρια της κι ας μην έβλεπε, κι ας μην ξεχώρισε τους λεμονανθούς και τα κάτασπρα γιασεμιά. Τα ’φερνε κοντά στο πρόσωπό της, κι η μυρωδιά τους  έφτανε για να την πλημμυρίσει με μια ανείπωτη ευτυχία για την μέρα του γάμου της.

Τι κι αν έχουν περάσει τόσα χρόνια μάτια μου. Σημασία έχει πως είμαστε ξανά μαζί, εδώ στο ίδιο μέρος…  Ο Δήμος άγγιξε απαλά το πρόσωπο της Ερατούς παραμερίζοντας τα γκρίζα μαλλιά της. Με το δάχτυλό του πήρε τις πρώτες ζεστές σταγόνες από τα δάκρυα της, αψηφώντας ακόμα και τα σχόλια που έκανε γελώντας ένα νεαρό ζευγάρι, μα καταβάθος  ίσως και να ζήλευαν βλέποντάς τους. 

 «Η αγάπη δεν χάνεται… Η πραγματική αγάπη δεν χάνεται ποτέ. Όσα χρόνια και να περάσουν φαντάζουν αδύναμα να προσπεράσουν και να διαγράψουν αυτή την αγάπη.

 Φεύγει για λίγο, μένει αλλού και… Και έρχεται όταν την φωνάξεις Δήμο… Η αγάπη ξαναγυρίζει, αρκεί να είναι αληθινή, να μοσχοβολάει όπως τότε, όπως εκείνο το πρωί, λίγο πριν σε πάρει μακριά μου…»

Ιούλης ήταν. 20 Ιουλίου όταν ήχησαν οι σειρήνες στην Κύπρο. Τα τύμπανα του πολέμου καλούσαν τους νέους απ’ άκρη σ’ άκρη των ελληνικών συνόρων για την μάχη με τον εισβολέα.   Επιστράτευση σ’ όλη τη χώρα και ο Δήμος ήταν στην πρώτη γραμμή. Τα κλάματα της Ερατούς δεν στάθηκαν ικανά όχι μόνο να αποτρέψουν την φυγή του, ούτε καν να σταματήσουν την επιδρομή των κατακτητών στο νησί της Αφροδίτης. Κομβόι τα πολεμικά άρματα στην Αμμόχωστο, στη Λεμεσό και μέσα σ’ ένα απ’ αυτά ο Δήμος.

 Χάθηκε είπαν στην Ερατώ τα επίσημα κρατικά χείλη της χώρας έξι μήνες αργότερα, όπως χάθηκαν εκατοντάδες στρατιώτες τότε σ’ αυτόν τον πόλεμο.

-Η αγάπη δεν χάνεται ποτέ Ερατώ. Η πίστη για την αγάπη δεν θα χαθεί ποτέ. 

Κάποιες νοσοκόμες του ερυθρού σταυρού πήραν εμένα και άλλους δυο που τραυματιστήκαμε από τα πυρά των αντιπάλων. Στην Πάφο στο νοσοκομείο της πόλης μας γιάτρεψαν… Όταν ήρθε η ώρα για την επιστροφή στην πατρίδα εγώ δεν έφυγα…  

- Νόμιζα πως δεν θα σε ξαναδώ ποτέ ξανά Δήμο. Είχα όμως μέσα μου βαθιά την ελπίδα πως θα ζούσες…

Για χρόνια ολόκληρα έζησε στην Κύπρο ο Δήμος που δηλώθηκε σαν αγνοούμενος από τον ελληνικό στρατό. Μερική απώλεια μνήμης είχαν διαγνώσει οι θεράποντες ιατροί του νοσοκομείου της Πάφου, και μέσα στο αυτό πέρασε όλα αυτά τα χρόνια, ώσπου μια  μέρα…

Η στρατιωτική περίπολος πλησίαζε στο φυλάκιο που ήταν στην εξωτερική πλευρά του στρατιωτικού νοσοκομείου. Ξημερώματα της 20ης Ιουλίου πολλά χρόνια μετά από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, και ο Δήμος είχε ακουμπήσει τα χέρια του στο προσκέφαλο του κρεβατιού του.

Ερατώ, Ερατώ, φώναξε δυνατά ο σκοπός στην στρατιωτική περίπολο, αφού εκείνο το γυναικείο όνομα ήταν το συνθηματικό για εκείνη την βραδιά.

Ερατώ, φώναξε το ίδιο δυνατά και ο Δήμος…   

 

                                                                                     ΤΕΛΟΣ.