ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ

2014-04-19 16:45

 

30  χρόνια μακριά…

Μακριά, από έναν τόπο που αγάπησε, απ’ το νησί που  πάντα είχε μέσα   στην καρδιά του.  

Ο Μάρκος, στα 16 του χρόνια, παιδί ακόμα, έφυγε για άλλες πολιτείες και συγκεκριμένα γι’ αυτές της Αμερικής, αφήνοντας πίσω τις παιδικές του εικόνες και την αξεπέραστη  αθωότητα εκείνης της εποχής. 

Η δεκαετία του ‘70 στο Πλωμάρι, στον τόπο που γεννήθηκε δεν ήταν και ότι καλύτερο για ‘κείνον.    

Tα σχολικά του ενδιαφέροντα είχαν προ καιρού   διαγραφεί, και η επαγγελματική του εξέλιξη, δυσοίωνη   όσο ποτέ άλλοτε.

Το ίδιο δύσκολη  ήταν και η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, γεγονός που τον ανάγκασε  ν’ αναζητήσει μια καλύτερη τύχη,  αλλού.

Η επιλογή της ξενιτιάς  ήταν  μονόδρομος, κι έτσι χωρίς να το πολυσκεφτεί, μπήκε στις διαδικασίες για το μακρινό ταξίδι.  Κάποιοι  συγγενείς  της μητέρας του που ζούσαν  στην Βοστόνη θα τον βοηθούσαν  στην  αρχή, και τ’ όνειρο της Αμερικής φάνταζε να είναι πια πολύ κοντινό.

 

-Κακώς, πολύ κακώς, του είχε πει η γυμνασιάρχης με την αυστηρή όψη αλλά με καρδιά μικρού παιδιού,  που σπάνια μιλούσε κολακευτικά για μαθητή της.

Εσύ Μάρκο, με λίγη προσπάθεια θα μπορούσες να φτάσεις ψηλά, πολύ ψηλά. Λυπάμαι που φεύγεις.  Ας είναι όμως, αφού το αποφάσισες σου εύχομαι καλή τύχη σε ό,τι και να κάνεις. Θέλω όμως να ξέρεις ότι θα πετύχεις, γιατί πάνω απ’ όλα είσαι καλό παιδί και φιλότιμος.

 

Με τις ελπίδες του φορτωμένος, που ήταν  περισσότερες από τις αποσκευές του,  ξεκίνησε για την Αμερική και με την προσμονή για κάτι καλύτερο.  Άφηνε πίσω του ένα γκρίζο και θολό παρελθόν,  κρατώντας όμως γερά   τις παιδικές του αναμνήσεις.

 Εικόνες όμορφες γεμάτες ζωντάνια , αλλά κι όλα τ’ αρώματα του νησιού  πήρε μαζί του, κι ήταν στοιβαγμένα  με τον καλύτερο τρόπο  στα ψηλότερα  ράφια του μυαλού του.  

 

Εκείνη την μυρωδιά  του Πλωμαριού  κράτησε  δυνατά,  κι αυτό θα ‘λεγες πως ήταν ο φωτεινός του φάρος στο δύσκολο ξεκίνημα της  νέας του ζωής.

Η  πρωινή αύρα που έφερναν οι βάρκες από το πέλαγος,  αγκαλιά με τους γλάρους που  πετούσαν  πλάι στους ψαράδες, η  βουή του λιγοστού κόσμου που γέμιζε από νωρίς τα καφενεία του χωριού, κι αυτό το γλυκό χάραμα της αυγής του Αυγούστου, ήταν κάποιες από τις λατρεμένες του παραστάσεις,  που με θεϊκή ευλάβεια τύπωσε βαθιά  μέσα του.

 

Το καλοκαίρι που θα γίνονταν 10 χρονών, ο πατέρας του τον πήγε για δουλειά ….στα ρακιά,  όπως του εξήγησε, για το χαρτζιλίκι του.

Η μυρωδιά του γλυκάνισου πρωτόγνωρη για τον Μάρκο μπήκε μέσα στα τρυφερά ρουθούνια του με το καλωσόρισμα, από την πρώτη μέρα,  όπως πρωτόφαντα ήταν γι’ εκείνον, ο  Τσολιάς με την Αφροδίτη  που οι ετικέτες τους φιγούραραν περνώντας    από τα παιδικά του χέρια, έτοιμες να τοποθετηθούν πάνω στα γυάλινα μπουκάλια. 

Τα μετρούσε ένα προς ένα καθώς εκείνα στεκόταν  μπροστά του, πειθαρχημένα σαν στρατιωτάκια,  παρτίδες ολόκληρες  και μετά μέσα στα κιβώτια …έτοιμα για  κατανάλωση,  όπως του εξήγησαν οι εμπειρότεροι και παλιότεροι  στην ποτοποιία.

 

  Αργότερα,  κλείνοντας τα 14 του χρόνια, τον  συνεπήρε  εκείνη η μυρωδιά του σαπουνιού. Λίγα μέτρα από το σπίτι του το εργοστάσιο  σαπωνοποιίας, δεν ήθελε και πολύ, να δώσει καταφατική απάντηση για δουλειά.   Το άρωμα του πεύκου και της λεβάντας ανεξίτηλα χαραγμένα και αναπόσπαστα  κομμάτια του,  όπως και ο ήχος της κόφτρας που τεμάχιζε  πάνω στους ταμπακάδες το σαπούνι. Η αγαπημένη του εργασία, να «βουλώνει» με την ξύλινη σφραγίδα δεκάδες «αρωματικούς σάπωνες» όπως έλεγε στην επιγραφή της, και να τα βάζει μέσα  σε χάρτινα κουτιά με προορισμό τα  γειτονικά νησιά. Η  Χίος, η Λήμνος αλλά και λίγο αργότερα η Καβάλα, είχαν τον πρώτο λόγο της εμπορικής αποστολής των Πλωμαρίτικων σαπουνιών.  

 

Είκοσι  χρόνια μετά, κι αυτές τις εικόνες που είχε μέσα στο μυαλό του το ίδιο ζωηρές όπως τότε, χωρίς την παραμικρή κιτρινίλα από τον χρόνο, τις ζωντάνευε κάθε τόσο στην σκέψη του.

 

Η ζωή σκληρή κι απρόσωπη στην Αμερική, δεν έμοιαζε ούτε στο παραμικρό με την πατρίδα, τα χρήματα όμως αρκετά του έφταναν όχι μόνο για να ζήσει αλλά και να κάνει περιουσία για το αύριο,  για  την επιστροφή,  μια λέξη που ποτέ δεν ξέχασε.

« Αρχιπέλαγος» ήταν τ’ όνομα που έδωσε στο  δικό του πια εστιατόριο  στο πιο κεντρικό σημείο της Βοστόνης, στην αρχή της  επιχειρηματικής  του σταδιοδρομίας. Εκείνο όμως που το έκανε γνωστό τους λάτρεις της ελληνικής κουζίνας στην πολιτεία της Βοστόνης, ήταν οι ονομασίες που είχε δώσει ο ίδιος ο Μάρκος σε πολλά από τα πιάτα του.

 «Μόλυβος»,  « Ερεσός» και «Μυτιλήνη» ήταν κάποια απ’ αυτά, και ο λόγος που καθημερινά γέμιζε το αρχιπέλαγός του από κόσμο, ξένους και συμπατριώτες του Μάρκου, που ήθελαν να δοκιμάσουν γεύσεις από ένα ελληνικό  νησί.  Την Λέσβο.

 Όσο για το εσωτερικό του εστιατορίου και την διακόσμηση, ξεχείλιζε  αρώματα Ελλάδας .  Θάλασσες πλατιές και γαλήνιες,  απ’ την μια άκρη ως την άλλη των τοίχων, δεν ήταν λίγες οι φορές που σε ταξίδευαν, μ’ έναν και μοναδικό προορισμό. Το Αιγαίο πέλαγος.

Γρήγορα η φήμη του απλώθηκε και σε άλλες πολιτείες  και μέσα σε πέντε χρόνια όλοι μιλούσαν για τον νησιώτη έλληνα  και για το  νόστιμο «Αρχιπέλαγος» του.

Και να, πάλι μπροστά του ο Τσολιάς και η Αφροδίτη,  να κοσμούν τα τραπέζια των πελατών του, που ήθελαν να δοκιμάσουν το εξαιρετικό ποτό του νησιού και μοναδικό στον κόσμο για το ευφραντικό άρωμά του.

 Τα βραβεία σωροί, το ίδιο και οι έπαινοι της Λεσβιακής  παροικίας   της Αμερικής προς τον Μάρκο, που παρά τα πρωτεία και τα καλά λόγια για την δουλειά του, δεν ξέχασε τα φτωχικά του χρόνια και τo Πλωμάρι.

   Ο νόστος, καλά κρυμμένος  έψαχνε διεξόδους  για να βγει από τα βάθη της ψυχής του, νοιώθοντας ο ίδιος  πια, ότι η επιστροφή έκαιγε καυτή σαν την ανάσα του.

 

Λίγο μετά τα 50 του χρόνια πήρε την απόφαση του επαναπατρισμού. Κάπου 30 χρόνια μακριά από τότε, από το παιδικό του παρελθόν, τίποτα πια δεν έμοιαζε μ’ αυτό. Ακόμα και οι εικόνες που είχε φυλαγμένες πολύ καλά,  θαρρείς πως κι αυτές  χάθηκαν με το που πάτησε το πόδι του στην ιδιαίτερή του πατρίδα.  Στο νησί του.

  Έμεινε όμως εκείνο το χρώμα του καλοκαιριού και το άρωμα της ημέρας στο νησί,  που παρά τα χρόνια  ήταν  ίδια όπως τότε. Τα μοναδικά που ήταν ζωντανά  και οι σύνδεσμοι, με τα  αθώα παιδικά του χρόνια.  

 

                                                    ΤΕΛΟΣ