ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΣΒΟ ΜΕ ΑΓΑΠΗ

2014-06-08 15:16

 

 

                                                             «ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΣΒΟ ΜΕ ΑΓΑΠΗ».

…Να, δες κι αυτή την φωτογραφία. Πες μου δεν είναι όμορφη; Οι δυο μας, εγώ κι εσύ Άννα μου, σα να μην πέρασε ούτε μια μέρα, κι ας έφυγαν τόσα χρόνια μάτια μου. Όλες είναι όμορφες Άννα, όλα ήταν όμορφα μαζί σου… από την αρχή, από την πρώτη μέρα. Αλήθεια πώς έλεγαν αυτό το μέρος που διακρίνεται πίσω μας;  Παράδεισο τον είχαμε ονομάσει. Θυμάσαι;

Ο Δήμος κρατούσε κάποιες παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που βρήκε στο υπόγειο του σπιτιού του και με θαυμασμό τις έβλεπε. Ξεχασμένες ακόμα κι από τον ίδιο αφού ήταν παραπεταμένες για χρόνια, κι αυτό το μαρτυρούσε η σκόνη και το ξεθώριασμα που είχαν πάνω τους. Τα χέρια του έτρεμαν, και η συγκίνησή του για άλλη μια μέρα ήταν ολοφάνερη. Η γέρικη καρδιά του χτύπησε ξέφρενη και το σώμα του ένα ρίγος διαπέρασε, γεγονός που τον ανάγκασε να ζητήσει άμεσα από κάπου να σταθεί. Με τα βήματά του να σέρνονται κατάφερε να φτάσει μέχρι τον καναπέ του σαλονιού και χωρίς να χάσει χρόνο ξεκίνησε την αναδρομή στις παλιές θύμησες.  Για άλλη μια φορά.  

 Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, καθώς αναπολούσε το παρελθόν που αιφνιδιαστικά, και εντελώς αναπάντεχα για άλλη μια μέρα ξύπνησε από μέσα του.  «Σήμερα, γιατί σήμερα;…», αναρωτήθηκε φωναχτά κλαίγοντας.  Ακούμπησε δίπλα του τις φωτογραφίες και αναλυτικά μία-μία τις επεξεργάζονταν, μέχρι που ο χρόνος έπαιρνε από πάνω τους οποιοδήποτε σημάδι αν είχαν αυτές, και με την βοήθεια του μυαλού του ο Δήμος ξαναζούσε εκείνες τις μοναδικές στιγμές.  

Από το πρωί άρχιζε να τις παρατηρεί ώσπου πάντα τον έβρισκε το σούρουπο της μέρας.  Κάθε μέρα  κι ένας διαφορετικός «διάλογος» με την σύζυγό του την Άννα που ο ίδιος αδυνατούσε να πιστέψει πως δεν υπάρχει πια.

Πες μου Άννα, πες μου αγάπη μου εσύ θυμάσαι; Τα θυμάσαι όλα αυτά;  Ρωτούσε και ξαναρωτούσε βλέποντας την πιο χαρούμενη φωτογραφία της που είχε απέναντί του, χωρίς όμως να περιμένει καμία απάντηση από εκείνη.

Με  την σύζυγό του την  Άννα, Μυτιληνιά στην καταγωγή, ήταν μαζί  κάτι περισσότερο από πέντε δεκαετίες, ώσπου ξαφνικά ο θάνατος τους χώρισε. Εκείνος βέρος Αθηναίος, γνώρισε την Άννα υπηρετώντας την πατρίδα στο νησί, και λίγο πριν τα τριάντα, την έκανε γυναίκα του. Τα πρώτα τρία χρόνια έζησαν στη Μυτιλήνη, ώσπου για επαγγελματικούς λόγους εγκατέλειψαν το νησί για την πρωτεύουσα, και από τότε δεν επισκέφθηκαν ποτέ ξανά  την γενέτειρα της Άννας. Νοερά, και διαμέσου συζητήσεων που έκαναν «ταξίδευαν» αρκετά συχνά στη Λέσβο, μιας και οι ανειλημμένες επαγγελματικές τους υποχρεώσεις αλλά και η κόρη τους Σοφία που ήρθε στη ζωή λίγο αργότερα, τους απέτρεπαν να πραγματοποιήσουν το πολυπόθητο ταξίδι προς το νησί. Μόνο κάποιες φωτογραφίες, σαν κι αυτές που είχε σήμερα στα χέρια του ο Δήμος, τους έδεναν με τη Λέσβο, και παράλληλα θύμιζαν τα όμορφα εκείνα χρόνια στη Μυτιλήνη. Η αγαπημένη τους ενασχόληση τ’ απογεύματα του καλοκαιριού συνήθως, όταν έπαιρναν τις θέσεις στη βεράντα του σπιτιού τους, και το μυαλό και των δυο ταξίδευε στ’ όμορφο νησί της Άννας. Ένα πέλαγος σαν το Αιγαίο οι αστείρευτες αναμνήσεις τους από τη Λέσβο, όλες όμως τακτοποιημένες όμορφα στα πιο κατάβαθα μέρη της ψυχής τους, κι βαλμένες αυστηρά με χρονολογική σειρά στο οικογενειακό άλμπουμ φωτογραφιών που είχαν εκείνη την στιγμή μπροστά τους.

«Από τη Λέσβο με αγάπη» έλεγαν όλες στο πίσω μέρος τους γραμμένες με καλλιγραφικά γράμματα, εκείνα του γραφικού χαρακτήρα  της Άννας. Και με περίσσια αγάπη, ήταν και για τους δυο όλες αυτές.

Ασπρόμαυρες οι περισσότερες φωτογραφίες που πάνω τους είχαν τα σημάδια του χρόνου που πέρασε αφήνοντας όμως τα ίχνη του. Σχεδόν μισός αιώνας πέρασε… αλλά δεν χάθηκε τίποτα Άννα, η αγάπη ποτέ δεν χάνεται… έτσι δεν είναι; έτσι δεν μου έλεγες πάντα;  Έτσι θα σου πω κι εγώ μάτια μου άλλη μια φορά. Ποτέ δεν χάνεται η αγάπη… η δική μας.  Με τα λόγια αυτά δικαιολόγησε ο Δήμος αυτήν την κιτρινίλα που είχαν οι φωτογραφίες και σκουπίζοντας τα μάτια του κάθε τόσο, συνέχισε το αγαπημένο του ταξίδι στα χρόνια αυτά.

«Θα σε κρατώ αγκαλιά και πίσω μας θα φαίνεται το φωταγωγημένο κάστρο του Μόλυβου που θα ξεχωρίζει… Θα ξεχωρίζεις κι εσύ Άννα μου, η ομορφιά σου θα λάμπει...»  Κι έτσι ήταν στην φωτογραφία. Ο Δήμος και η Άννα άστραφταν από ευτυχία μια ημέρα μετά τον γάμο τους, και με φόντο το Μόλυβο αλλά και την Παναγιά της Πέτρας σε μια άλλη, όπως και στο λιμάνι της Μυτιλήνης που στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγραφόταν ξανά η πρόταση «Από τη Λέσβο με αγάπη».

Με μεγάλη αγάπη Άννα μου, με μεγάλη… την πιο μεγάλη για σένα, μονολόγησε ο Δήμος ακουμπώντας με το δάχτυλό του άλλη μια φωτογραφία θέλοντας να πάρει την σκόνη που υπήρχε από πάνω της για να φανεί καθαρά το πρόσωπο της Άννας.

Και οι αναμνήσεις δεν είχαν τελειωμό για τον Δήμο που σήμερα ήρθαν στο μυαλό του, σαν σήμερα, έναν χρόνο ακριβώς  από τον θάνατο της συζύγου του.  Το χαμόγελό της στην φωτογραφία μέσα σε κορνίζα στην πιο πρόσφατη κι έγχρωμη, ήταν αυτό που του έδινε ανάσες ζωής στον ίδιο.

…Στον δικό μας παράδεισο Άννα μου. Στον δικό μας. Είδες που θυμήθηκα τελικά εκείνο το μέρος που είχα ξεχάσει;  Έτσι δεν λέγαμε για τη Συκαμιά στη Μυτιλήνη; Ο παράδεισός μας.  Θυμάσαι τότε που κρατούσα το χέρι σου, οι δυο μας ήμασταν, εκείνη την όμορφη στιγμή του γάμου, και ανεβήκαμε τα λιγοστά σκαλοπάτια της Παναγιάς της Γοργόνας;  Ακόμα θυμάμαι τα λόγια που μου είπες, λίγο πριν σε κάνω παντοτινά δική μου. Ήταν τόσο γλυκά που δεν τα ξέχασα ποτέ.  Εκεί σε πρωτοείδα Άννα μου, κι από τότε σε αγάπησα περισσότερο ακόμα κι από την ζωή μου…  

Έναν χρόνο τώρα μ’ αυτές τις σκέψεις ζούσε ο Δήμος.  Από τότε που έφυγε από την ζωή η Άννα, το καθημερινό του σεργιάνι ήταν από το σαλόνι του σπιτιού ως το υπόγειο. Να ψάχνει τα κιβώτια, τα μπαούλα, να διαβάζει παλιά γράμματα, να ξεθάβει παλιές εικόνες από τότε και οτιδήποτε άλλο υπήρχε, ακόμα και το πιο μικρό, που θα του έφερνε ζωντανές, μες στο μυαλό και στην ψυχή του, εκείνες τις ημέρες από τη Λέσβο.  

Πού τρέχει πάλι ο συλλογισμός σου πατέρα; Η φωνή της κόρης του της Σοφίας επανέφερε τον Δήμο στην πραγματικότητα.  Στο νησί θα είναι πάλι και δεν νομίζω να κάνω λάθος.  Ε, λοιπόν αύριο θα είσαι εκεί... Πέταξε από τη χαρά του ο Δήμος όταν  άκουσε που θα ήταν στη Λέσβο και στον δικό  παράδεισό τους, την Συκαμιά εκεί που παντρεύτηκε την Άννα.

Απρίλης ήταν όταν ήρθε στο νησί ο Δήμος αυτή τη δεύτερη φορά. Η γαλήνη απλώνονταν παντού από όπου περνούσε, και το ξεχωριστό άρωμα της Λέσβου ήταν πάλι εκεί. Το χρώμα και το άρωμα είχαν μείνει αναλλοίωτα όπως τα είχε αφήσει τότε, χωρίς την παραμικρή φθορά.

Μέρες τώρα  η Σοφία, είχε προετοιμάσει το ταξίδι για τη Λέσβο στον πατέρα της.  …Να ξαναζήσεις εκεί, να περπατήσεις ξανά τα πέτρινα σοκάκια να μυρίσεις το άρωμα της Μυτιλήνης πατέρα.  Η χαρά του μεγάλη που θ’ άγγιζε κάτι από το παρελθόν του και που θα ’βλεπε ξανά όλα όσα είχε καλά φυλάξει μες στο μυαλό του. Κι έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν κατάφερε παρά τα χρόνια του, ν’ ανέβει τα σκαλιά της Παναγιάς της Γοργόνας στη Συκαμιά. Στον παράδεισό τους.  Με δέος και ευλάβεια στάθηκε μπροστά στο εικόνισμά της, έκανε τον σταυρό του και ψιθυριστά είπε μια ευχή που κανείς άλλος δεν είχε ακούσει.

Βγαίνοντας από την εκκλησία όλα με μιας είχαν αλλάξει. Θαρρείς πως το χρώμα του λεσβιακού ορίζοντα έγινε πιο θαμπό λίγο πιο σκούρο, ως και το άρωμα που άλλοτε ξεχείλιζε από την ανοιξιάτικη  ύπαιθρο, απότομα στέρεψε.  Όλα γύρισαν πίσω στο χρόνο κι έγιναν όπως ακριβώς ήταν τότε. Εκείνος νέος, και η Άννα δίπλα του φορώντας ένα κάτασπρο νυφικό που την έκανε ακόμα πιο όμορφη απ’ ότι ήταν. Στα μαλλιά της είχε περασμένα άνθη λεβάντας και με αργό βηματισμό ανέβηκαν τα σκαλοπάτια της εκκλησίας δίνοντας όρκους αιώνιας αγάπης. Μετά το τέλος του μυστηρίου την σήκωσε στα χέρια του και την οδήγησε μέχρι το μικρό λιμάνι του χωριού όπου τους περίμενε ένα μεγάλο καΐκι ώσπου χάθηκαν στα καταγάλανα νερά της Λέσβου. Προορισμός τους, ο Μόλυβος, η Πέτρα, και το Πλωμάρι.  Έδειχναν κι οι δυο χαρούμενοι που ήταν μαζί στη Λέσβο, και τα δυνατά χαμόγελά τους επισκίαζαν ακόμα κάθε άλλο ήχο που χαλούσε αυτήν την αιώνια ευτυχία τους.  Ο Δήμος έπαψε πια ν’ αναπολεί το παρελθόν του μέσα από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, αφού ήταν πια μαζί με την Άννα στον παράδεισο. Στη Λέσβο που αγάπησε.

                                                          ΤΕΛΟΣ