ROCK WILL NEVER DIE

2014-05-30 21:34

Κατά βάθος χαίρομαι μ’ εκείνους -τους λιγοστούς πια-που διασκεδάζουν ακούγοντας αυτά τα λαϊκά τραγούδια, που η όποια λάμψη τους διαρκεί από λίγες ώρες, έως και μια βδομάδα το πολύ. Και από στίχους γεμάτα καψούρα που κινούνται στα ρηχά, με σαφείς προθέσεις για τα μονοπάτια της καρδιάς, αντί γι’ αυτά του μυαλού και της ψυχής.  Αρκετά ικανά  όμως για να σου κάνουν «κεφάλι», αδειάζοντας μεγάλες ποσότητες οινοπνεύματος αμφιβόλου ποιότητας, αλλά τέτοιες ώρες… αυτές τις λεγόμενες μικρές, τέτοια λόγια. Κι όλα αυτά προς τιμήν  της «αχάριστης» που εγκατέλειψε μια «καρδιά που πονάει γι’ αυτήν». 

Το χαίρονται  και μάλιστα στον απόλυτο βαθμό, και πολύ περισσότερο από εμένα, εκείνοι που γεμίζουν συχνά πυκνά τις καφετέριες της πόλης, οι οποίες αλλάζουν το σαλονάκι τους την εντεκάτη ώρα τη βραδινή, για να ’χει χώρο το μαγαζί, και από την μια στιγμή ως την άλλη, γίνονται μπαρ με πίστα για κάθε ενδεχόμενο.  Ψηλοτάκουνα, ξανθό μαλλί κατά βάση, εμφάνιση όσο πιο καυτή γίνεται, και η ματιά λάγνα ερωτική των κοριτσιών, που θέλουν να εντυπωσιάσουν τον άλλον με την είσοδό τους.    

Δεν μ’ αρέσει που δεν υπάρχει στην πόλη μας ούτε για δείγμα ένα rock μαγαζάκι, κι ας μην είναι και hard, για τους λάτρεις αυτής της μουσικής. Πιο παλιά υπήρχαν αρκετά που μεσουράνησαν την -χρυσή- δεκαετία του 80, άντε και λίγο από την επόμενη.  Και μετά τίποτα. Έσβησαν αργά και βασανιστικά για τους fan του είδους, αφού οι μουσικές προτιμήσεις του κόσμου άλλαξαν.  Το ίδιο συμβαίνει σ’ όλες τις πόλεις της χώρας, ακόμα και στις μεγαλουπόλεις, εξαιρώ βέβαια την Αθήνα και λίγο τη Θεσσαλονίκη. Έλειψαν μήπως αυτοί που ακούνε αυτού του είδους την μουσική; Δεν γεννιούνται σήμερα πια ροκάδες; Κατά μία έννοια, και αν θέλουμε να προσδώσουμε έναν αστείο χαρακτηρισμό στην τελευταία ερωτηματική πρόταση, θα λέγαμε πως, ναι δεν γεννιούνται πια.   Από γονείς που χόρευαν και χορεύουν πάνω στα τραπέζια Κιάμο, Παντελίδη και Πάολα, τί παιδιά θα φέρουν στον κόσμο; Του λαικού ρεπερτορίου. Από την άλλη όμως μήπως οι δικοί μας γονείς προσκυνούσαν λίγο πριν κοιμηθούν τον Jim Morrison, τον Mick Jacker ή τον Ronnie james Dio; Όχι βέβαια.  Ιδέα δεν είχαν για δαύτους, όπως και για όλους τους υπόλοιπους, άσε που τους κατέτασσαν με απόλυτη βεβαιότητα στους διαβόλους και στους σατανάδες, λέγοντας πως το τέλος του κόσμου έφτασε. Άλλες εποχές, άλλα ήθη…

Η κοινωνική αμφισβήτηση, η δίψα για κάτι διαφορετικό, η ξενομανία ίσως, και η κουλτούρα, το τετράστιχο που μας οδήγησε στα σκαλοπάτια της rock, και δεν θεωρώ πως ήμασταν οι χαμένοι της υπόθεσης. Όσο για τα τότε κονέ μας, όλα είχαν μια αλλιώτικη γεύση πολύ πιο όμορφη από τα σημερινά, που είναι  άοσμα και άγευστα.  Όσο για το χρώμα τους δεν υπάρχει καν σήμερα.

Αλλά από την άλλη θα μου πείτε τί κονέ θα κάνει ένας έφηβος ή νεαρός σήμερα, και πώς «θα κάνει παιχνίδι», αν από τα  decks δεν ακούγονται τα γνωστά σουξέ που καθηλώνουν κυριολεκτικά το κοινό.  Δεν είναι και ό, τι καλύτερο να ακούγεται ο  ozzy  ή να χτυπιέται ο bruce dikinson των iron maiden κι ο πιτσιρίκος να «φασώνεται» με την δεκαεφτάχρονη  υπό τους ήχους του paranoid και του fear on the dark.  Εκτός κι αν ήταν άλλες εποχές οι δικές μας που ακούγαμε το wish you were here κι ευχόμασταν πραγματικά να ήταν εκεί δίπλα μας, το τότε …κονέ μας.

Σήμερα  για παράδειγμα τί να εύχεται ο νεαρός και πού θα «τρέχει» ο συλλογισμός του, ακούγοντας, το «πουτάνα στην ψυχή»;. Πως ήταν πράγματι αυτή που τον παράτησε για άλλον ή στιγμιαία θα του έρχονται οι στίχοι του τραγουδιού του Β. Παπακωνσταντίνου που λέει, «ευτυχώς που υπάρχουν πουτάνες» και θα ικανοποιείται κατά βάθος που υπάρχουν ανασαίνοντας βαθιά, που ακόμα και ο μεγάλος Βασίλης το παραδέχεται;