ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ

2014-09-25 18:50

                                                                    ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ.

Αφιερωμένο εξαιρετικά στον Κώστα. 

 

«…Είναι παράξενο, έτσι δεν είναι; Μετά από τόσα χρόνια και το μυαλό μου πάντα να τρέχει εκεί στο νησί. Πάντα κάθε καλοκαίρι αλλά και χειμώνα. Τελικά η Λέσβος σε σημαδεύει κατευθείαν στην καρδιά, μα ποτέ δεν σε σκοτώνει. Ίσα που σε ματώνει λίγο και μετά γιατρεύει τα τραύματα σου οπουδήποτε κι αν είναι αυτά. Σε τυλίγει πολύ καλά μέσα στην αγκαλιά της σε σφίγγει σα μωρό παιδί, και κρατάς το άρωμά της όπως έχεις το μητρικό για πάντα μέσα στο μυαλό σου. Την αγαπάς, αυτό είναι… Την αναζητάς σαν την πρώτη σου αγάπη τον πρώτο έφηβο έρωτα και του φιλιού εκείνη τη γλύκα. Την λατρεύεις κάθε καλοκαίρι… Την ερωτεύεσαι μια για πάντα. Αυτό είναι!

Για τους χειμώνες της, μη με ρωτάς. Κόκκινοι σαν τ’ ουρανού τα χρώματα. Κόκκινα και μαβιά ανακατωμένα, σου παίρνουν το μυαλό, σε πλανεύουν και σε ταξιδεύουν σε άλλους παραδείσους κοντινούς που τους αγγίζεις, τους νοιώθεις… Να, σαν κι αυτό το νησί. 

Έχεις δει το φθινόπωρο στο Μόλυβο; Στην Αγιάσο έχεις πάει χειμώνα; Έχεις δει το Πλωμάρι την άνοιξη; Τ’ αρώματα της φύσης θαρρείς πως αγκαλιάζουν όλες τις αισθήσεις σου και σε οδηγούν σ’  απάνεμα λιμάνια που αμέσως τα λατρεύεις. Και το καλοκαίρι όμορφο παντού σ’ όλο το νησί σε μαγεύει σαν μια αισθησιακή μουσική συμφωνία…  Σαν το πρώιμο καταγάλανο κύμα του Μαγιού που σου χαϊδεύει όλο το κορμί και αφήνει πάνω τα αλλάτινα στίγματά του. Αυτή είναι η Λέσβος.

 

...Να μπορούσα να βάλω φτερά πάνω στους ώμους μου και να ταξιδέψω ως εκεί.  Ένα μεγάλο πουλί να γίνω και να πετώ. Ένας αετός θα ’θελα να ήμουν να ’βλεπα τα πάντα από εκεί ψηλά, να χαμηλώνω την πτήση μου ν’ αρπάζω το άδικο και να μοιράζω το δίκιο. Και μετά να συνεχίζω το ελεύθερο ταξίδι μου.

Από χώρα σε χώρα να ’φτανα και στα δικά μου μέρη. Να περνούσα απ’ τους ωκεανούς ν’ ακούμπαγα τα κύματα, να πατούσα πάνω τους και να σταματούσα στο πιο μεγάλο, να το αγκάλιαζα κι αυτό να με παρέσερνε ως την ακτή. Να τίναζα τα φτερά μου και να ξανάρχιζα.

Να ’βλεπα για λίγο το νησί μου… Το δικό μου νησί, την Λέσβο.

Θα το ξεχώριζα από μακριά κι από ψηλά… «Σαν ένα πλατανόφυλλο πεταμένο κάπου στην άκρη του Αιγαίου…» Σοφά λόγια του Ελύτη μα αυτή είναι η αλήθεια. Να μυρίσω πάλι ήθελα το άρωμα του πρωινού της Αγιάσου κι αυτό το χάραμα τ’ Αύγουστου στην Καλλονή. Να ’χα τα μάτια μου κλειστά, δεμένα σφιχτά, και η μυρωδιά του γλυκάνισου θα με οδηγούσε ως το Πλωμάρι. Να γευτώ ξανά το νερό από τα πήλινα του Μανταμάδου και στην Ερεσό εκείνο το μοναδικό μπλε της θάλασσας θα μου ’φτανε για να το θυμάμαι ως την άλλη άκρη της ζωής μου… Μαζί μου θα ’παιρνα όλα αυτά ως τον θάνατο κι ακόμα πιο μακριά. Το τραγούδι της Σαπφούς να ’φερνα στο νου μου και την μουσική του Αλκαίου θα άκουγα που δίπλα της θα το συνόδευε με την άρπα του. Σαν το μυθικό Οδυσσέα θα μ’ άγγιζαν οι νότες θα με μεθούσαν και θα με παρέσερναν ως τις ακτές στο Σίγρι. Το αλάτι απ’ τις αλυκές του Πολυχνίτου να ’πιανα και ν’ άσπριζα  όλες τις κορφές, μαύρο να μην υπάρχει πουθενά. Από  τον Μόλυβο ίσαμε την Πέτρα να περπατούσα ξανά, να ’βρισκα τα πατήματά μου από τότε. Από τα παιδικά μου χρόνια…

Να κρατούσα ήθελα πάλι το χέρι της και να σεργιανίζουμε την αγάπη μας παντού σ’  όλο το νησί όπως τότε. Να φωνάζουμε για τον έρωτά μας πως είναι πιο μεγάλος που φτάνει ως τον ουρανό όπως λέγαμε  τότε.

Σαν τον αητό έτσι όπως θα ήμουν κανείς δεν θα μπορούσε να με σταματήσει… Ούτε η βροχή ούτε το χιόνι.  Και στο κρύο  να κούρνιαζα  σε μια φωλιά πάνω στα βράχια του Ολύμπου λίγο μόνο για μια στιγμή  και  τις πρώτες ώρες της ημέρας να  ξαναπετούσα…

 …Να κοντέψω στον ήλιο θα ’θελα, ν’ άγγιζα  μια αχτίδα του,  να μπορούσα  να την κουβαλήσω να σκορπούσα φως στο σκοτάδι  παντού  απ’  όπου κι αν περνούσα… Ένας μικρός Θεός να ήμουν… δημιουργός  του  καλού, του  δίκαιου. Να χάριζα ζωή  και  να  ’παιρνα τον θάνατο μακριά… Τον πόνο να πετούσα με όση  δύναμη είχα στα χέρια  μου να τον έβλεπα να χάνεται στο  άπειρο… Να  στέρευα τα  δάκρυα από τα μάτια όλων.

Θα ’δινα παραγγελιά στους  καραβομάστορες του Πλωμαριού  κι αυτοί θα μου ’φτιαχναν το πιο καλό σκαρί.  Τις θάλασσες της Λέσβου θ’ αρμένιζα αρόδο από το πρωί ίσαμε την νύχτα και με το ολόγιομο φεγγάρι σαν οδηγό θα μου ’φτανε να ονειρεύομαι μεσοπέλαγα. Από εκεί θα καμάρωνα την Μυτιλήνη να λαμποκοπά και πονηρά θα μου ’κλεινε το μάτι. Στην αγκαλιά της ήθελα να με βάλει όπως τότε και να με οδηγούσε ξανά στα στενά της δρομάκια των πρώτων ερώτων μου αυτών της νιότης για να θυμηθώ ξανά τα σκιρτήματα της καρδιάς.

 Στο δικό της φιλί όμως θα σταματούσα τον χρόνο, θα μπορούσα θα είχα αυτή τη δύναμη. Πάλι να θυμηθώ την ανάσα της, το γέλιο της, να ξαναγινόμουν παιδί μαζί της.

Δεν θ’ άφηνα κανένα σκοτάδι να την κρύψει, να την πάρει από κοντά μου. Θα φέγγιζα με κόκκινο χρώμα την ζωή της σαν κι αυτό της πανσέληνου τ’ Αυγούστου στην Ερεσό, και θα ’μπλεκα τα μακριά μαλλιά της με χρωματιστές κορδέλες.

Αυτό μόνο ήθελα. Ένα σεργιάνι στη Λέσβο μαζί της».