ΜΕ ΛΕΝΕ ΑΓΓΕΛΟ...

2014-09-06 08:17

 

                                                                                   «ΜΕ ΛΕΝΕ  ΑΓΓΕΛΟ…»

«…Με λένε Φίλιππο και είμαι είκοσι δύο ετών σήμερα που γράφω αυτές τις λέξεις… Με λένε Φίλιππο αλλά όλοι με φωνάζουν Άγγελο. Έτσι πια με λένε, κι έτσι με είπε απ’ αυτήν την ημέρα η μάνα μου…

Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από τότε. Απ’ εκείνην τη φορά, και τώρα πια ξέρω. Ξέρω ν’ αγαπώ πιο πολύ, ξέρω ότι πρέπει να παλεύω περισσότερο για καθετί στον κόσμο. Δεν υπάρχουν δύσκολες καταστάσεις για μένα, παρά μόνο απλές.  Όλα πια είναι τόσο απλά.

Τώρα γνωρίζω πολύ καλά τί ακριβώς είναι ζωή. Η κάθε μέρα, αυτό είναι. Οι πρωινές ανάσες, ας είναι και παγερές σαν κι αυτές του Μάρτη και ζεστές όπως του καλοκαιριού.

…Να βλέπω θέλω το χάραμα ας είναι βροχερό και τη δύση που γίνεται κόκκινη κάθε σούρουπο. Ν’  ακούω το θρόισμα των φύλλων του φθινοπώρου να τα παρασέρνει ο άνεμος του Νοέμβρη, και της άνοιξης το χρώμα που μοιάζει σαν κι αυτό της ζωής. Και ο χειμώνας του Γενάρη να με γεμίζει με την θαλπωρή της αγάπης…

Ανοίγω όσο πιο πολύ μπορώ τα χέρια μου για να χωρέσουν η αγάπη, ο έρωτας και το χαμόγελο. Ανασαίνω βαθιά για να φτάσουν όλα αυτά στα σωθικά μου και ακόμα πιο κάτω ως τα εσώψυχά μου.

 Ξαναγυρνώ πίσω τον χρόνο και θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια όλες τις ημέρες αλλά και τις νύχτες μέσα στο νοσοκομείο παίδων τότε που έδινα την μάχη για να ζήσω. Η μνήμη μου αναρριχάται σ’ αυτόν τον πιο κακοτράχαλο δρόμο του νου και οι εικόνες ζωντανεύουν.

 Θυμάμαι τις σταγόνες που έτρεχαν αργά –αργά από το σωληνάκι κι ήταν αυτές που μου έδιναν ανάσες ζωής όπως έλεγαν τότε οι γιατροί.  Θυμάμαι τον σιωπηλό ήχο από τις σύριγγες που μου τρυπούσαν τις φλέβες και το λευκό του ταβανιού όταν έκλεινα τα μάτια για να ταξιδέψω στον κόσμο του θανάτου.  Έφευγα κάθε τέτοια στιγμή κι επέστρεφα για να χαμογελάσω που ήμουν πάλι εδώ κοντά μ’ αυτούς που αγαπώ. Γυρνούσα για να δώσω λίγη ακόμα ζωή στη μητέρα μου που στεκόταν δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια. Όλα έφευγαν από πάνω μου για να ξαναγυρίσουν. Πέθαναν, και μαζί τους εγώ ο ίδιος. 

Ακόμα και τα μαλλιά που δεν είχα στο κεφάλι μου  αφού από τις ατέλειωτες θεραπείες είχαν πέσει. Τ’ έβλεπα πάνω στο μαξιλάρι κι ήταν εκείνη η πρώτη φορά που έκλαψα… Για μήνες δεν ήθελα να δω στον καθρέφτη, κι έκρυβα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου κάθε φορά που ξεχνιόμουν και κοιτούσα το τζάμι του παραθύρου για να δω τη ζωή έξω απ’ εκεί. Δραπέτευα με το μυαλό μου κάθε στιγμή που έβρισκα την ευκαιρία, και νοερά ήμουν παρών στα απογευματινά παιχνίδια των φίλων μου. Γελούσα μαζί τους όλοι  γελούσαμε ώσπου το δικό μου γέλιο χάθηκε… Κι ένα πρωί έγινε κλάμα τόσο δυνατό που ακούστηκε ως την μικρή ψυχή μου που την μάτωσε και την σκόρπισε.

 Όλα τα θυμάμαι, ακόμα περισσότερο αυτό το γλυκό χάραμα, το πιο όμορφο ξημέρωμα της εφτάχρονης ζωής μου. Τότε που τα μάτια μου θαμπώθηκαν από την λάμψη Του κι όλα πια είχαν για μένα τελειώσει… Και ξανάρχιζαν από εκεί που με είχαν αφήσει. Από τότε…

Τελικά έχω πίστη κι είμαι εδώ πάλι δυνατός.  Ξαναζώ, αγαπώ, αναπνέω και θυμάμαι όλα εκείνα που δεν θέλω να ξεχάσω ποτέ. Ποτέ!

Ανατρέχω στο παιδικό μου παρελθόν με πάθος κι αναπολώ όλες εκείνες τις στιγμές που με σημάδεψαν μια για πάντα. Μαύρες και θολές όλες μα ξαφνικά έγιναν αστραφτερές και γέμισαν με χρώμα. Σαν το κόκκινο, το χαρούμενο κόκκινο χρώμα… σαν κι αυτό που είχαν οι φωνές και τα παιχνίδια μας…

Με λένε Φίλιππο  και είμαι  είκοσι δύο ετών σήμερα που γράφω αυτές τις λέξεις… Με λένε Φίλιππο αλλά όλοι με φωνάζουν Άγγελο. Έτσι πια με λένε, κι έτσι με είπε από τότε η μητέρα μου…

Απ’ αυτό το χάραμα του Σεπτέμβρη.

 

Όλα ξεκίνησαν ένα πρωί που μια δυνατή ζάλη ήταν ικανή για να με ρίξει στο έδαφος για να γίνει πόνος μεγάλος στη καρδιά της μάνας μου όταν οι γιατροί της είπαν για την αρρώστια μου. Η παρηγοριά της, η ελπίδα που ολοένα έσβηνε για να γίνει πια στάχτη.

…Οι ελπίδες ζωής καθημερινά μειώνονταν κι έφτασαν να γίνουν απειροελάχιστες όπως άκουγα να λένε ψιθυριστά οι γιατροί μεταξύ τους. Το ίδιο βουβό ήταν και το κλάμα της μάνας μου που ένοιωθα να τελειώνει η ζωή της όπως έλειωνα κι εγώ.  Τα δάκρυά της δεν έφευγαν ποτέ από το πρόσωπο και τα χείλη της δεν έφταναν πια για να μου γιατρέψουν τον πυρετό που κάλπαζε τα βράδια.  Μου κρατούσε το αδύναμο χέρι προσπαθώντας να μου δώσει λίγη από την δική της την μητρική ζεστασιά που τόσο ήθελα όπως τότε που ήμουν μικρός και κούρνιαζα στην αγκαλιά της…  Ήθελα να ξανανιώσω το χάδι της την στοργή της… να την ακούσω πάλι να την μυρίσω ξανά.

Κι ένα ξημέρωμα του Σεπτέμβρη στις 6 αυτού του μήνα Τον είδα μπροστά μου ζωντανό. Ένας άνεμος ζεστός φύσηξε που τον ένοιωσα να μου χαϊδεύει το πρόσωπο και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του δωματίου. Φορούσε λευκά ρούχα σαν κι αυτά των γιατρών. Ήταν όμορφος και τα μαλλιά του ολόξανθα σα μωρού παιδιού. Σε κάθε του βήμα τράνταζε η γη... θαρρείς πως άφηνε τα ίχνη του στο πάτωμα.  Στα χέρια του κρατούσε ένα σπαθί που ακτινοβολούσε όσο με πλησίαζε. Φοβήθηκα… Έκρυψα το πρόσωπό μου και τα δάκρυα με πλημμύρισαν. Ένοιωσα το χέρι του να μ’  ακουμπά κι ήταν σαν αυτό της μάνας μου. Η ανάσα του λαχανιασμένη και ζεστή και το χάδι του έφτασε να πάρει από πάνω μου κάθε πόνο και κάθε σημάδι από την αρρώστια μου.

Έβγαλε την λευκή μπλούζα που φορούσε για να φανεί η πανοπλία του. Το ασήμι και το χρυσό λαμποκοπούσαν,  και το σώμα του δυνατό που το θαύμαζα. Ρωμαλέος σκορπούσε με το πέρασμά του ένα άρωμα  γιατρειάς που γρήγορα απλώθηκε σ’ όλο το χώρο και περιέλουσε όλο το πονεμένο μου κορμί.  Ο φόβος που είχα δεν υπήρχε πια και ακούμπησα με τα δάχτυλά μου το θεϊκό του πρόσωπο.  Οι πληγές από τους ορούς δεν υπήρχαν στα χέρια μου και όλα γύρω μου ήταν όμορφα. Σκούπισα τα μάτια μου για να βλέπω ακόμα πιο καθαρά το χαμόγελό του για να μην Τον ξεχάσω ποτέ. Ακόμα μέχρι τώρα ηχούν τα λόγια του μέσα στα αυτιά μου, ως τώρα νοιώθω το ανεξίτηλο άγγιγμα Του.

Το δωμάτιο γέμισε από τους φίλους μου και από τις φωνές τους που τις είχα πια ξεχάσει. Ήμουν ξανά παιδί σα να ξανάρχιζε η ζωή μου. Θα ξαναζούσα…

Με λένε Άγγελο και τώρα που γράφω αυτές εδώ τις λέξεις είμαι απέναντί του. Τα μάτια μου δακρύζουν όπως τότε, και η ψυχή μου σπαρταρά μες στα σωθικά μου. Ήταν Εκείνος που ήρθε τότε εκεί και με ξύπνησε δίνοντας μου ξανά ζωή, και τώρα είμαι εγώ που τον επισκέφτηκα για να τον δω στη Λέσβο».

 

 

(6 Σεπτεμβρίου Ανάμνηση του εν Χωναίς θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ).

                                                                                                           ΤΕΛΟΣ.