ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

2014-06-15 08:04

 

 

                                                                 ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

Τέλος Ιούνη και από τις πρώτες ώρες, άλλης μιας ημέρας, όλες οι παραλίες του νησιού ασφυκτιούσαν από τους λουόμενους. Ντόπιοι και οι ξένοι τουρίστες ήταν αδύνατο να αντέξουν την αφόρητη ζέστη που για μέρες τώρα επικρατούσε σ’ όλη τη χώρα, και η θάλασσα ήταν το καλύτερο αντίδοτο, αλλά και η πιο αξιόπιστη λύση, για τις καυτές εκείνες ημέρες. Οι προβλέψεις των μετεωρολόγων ήταν δυσοίωνες αφού έκαναν λόγο για μια παρατεταμένη ξηρασία με πολύ υψηλές θερμοκρασίες ακόμα και τον Ιούλιο, με τον υδράργυρο να σκαρφαλώνει και να ξεπερνάει αρκετά εύκολα τους 40ο κελσίου, αγγίζοντας με βεβαιότητα πια τα όρια του καύσωνα. Για το λόγο αυτό οι ενημερωτικές εκπομπές από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο είχαν μεγάλες τηλεθεάσεις και ακροαματικότητες, που διαμέσου των καλεσμένων τους, ειδικών επιστημόνων, έδιναν συμβουλές σε ευπαθείς ομάδες όπως παιδιά και ηλικιωμένους, υπενθυμίζοντάς τους παράλληλα για τα μέτρα προστασίας. Κάτι ανάλογο έκαναν με το δικό τους τρόπο, οι τοπικοί φορείς του νησιού που έστησαν ειδικά περίπτερα σε κομβικά σημεία του τόπου και μοίραζαν ενημερωτικά φυλλάδια, τυπωμένα σε τρεις γλώσσες, ανάμεσά τους η ελληνική, και μαζί μ’ αυτά πρόσφεραν εμφιαλωμένα νερά και χυμούς από το νησί σε όλους τους ντόπιους και παραθεριστές.  Ο δημόσιος μηχανισμός είχε παραλύσει από τις αδιάκοπες πτώσεις του ηλεκτρικού ρεύματος, εξαιτίας της υπερφόρτωσης, και όλοι έψαχναν για λίγες ανάσες δροσιάς αυτό το ζεστό καλοκαίρι που για πολλούς ήταν το πιο θερμό των τελευταίων σαράντα ετών. Οι αφίξεις των τουριστών είχαν ξεπεράσει κάθε προσδοκία και προηγούμενο, τόσο των εγχώριων όσο και των ξένων σε όλα τα ελληνικά νησιά, που αναζητούσαν τρόπους διαφυγής, και με κάθε μέσο έφευγαν από τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου το θερμόμετρο κάλπαζε. 

Στο νησί, τα πράγματα σαφώς και ήταν καλύτερα και η παραλία της Χίου, η Αγία Φωτεινή, είχε την τιμητική της όλες αυτές τις ημέρες λόγω της εύκολης πρόσβασής της από την πρωτεύουσα του νησιού, και που αυτή γινόταν ακόμα και με τα πόδια, κάτι που προτιμούσαν οι περισσότεροι, και κυρίως οι ντόπιοι που γνώριζαν καλά τα κατατόπια. Τα νερά της καταγάλανα και καθαρά, απάνεμη εξαιτίας της θέσης της, και το μεσαίου μεγέθους κάτασπρο βότσαλό της την έκανε ασυναγώνιστη και περιζήτητη από όλους, κατατάσσοντας την μια από τις καλύτερες ακτές. Χρόνια τώρα ήταν από τις πρώτες στην Ελλάδα, και όχι μόνο στο νησί, που από την αφετηρία της θερινής σαιζόν, της δινόταν με συνοπτικές διαδικασίες από το ίδρυμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, η γαλάζια σημαία, σαν μια απόδειξη της ομορφιάς, της ασφάλειας και της καθαριότητας που παρείχε στους επισκέπτες της.

Εκείνο το απόγευμα πλήθος κόσμου κατέφθανε στην Αγία Φωτεινή με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο έβρισκε.  Κάποιοι ακόμα περπατώντας, κατά ομάδες και παρέες, συνήθως οι νέοι και τα παιδιά, καθώς οι μεγαλύτεροι προτιμούσαν τα επιβατικά τους αυτοκίνητα και οι πιο ηλικιωμένοι μετακινούνταν με τα αστικά μέσα μεταφοράς που συνεχώς εκτελούσαν το δρομολόγιο προς και από την παραλία της Αγίας Φωτεινής.

Εδώ όμως και δέκα ημέρες περίπου, αρκετά εύκολα ξεχώριζε μια γυναίκα, κάτοικο εδώ και κάποια χρόνια του νησιού, που πηγαινοέρχονταν με τα πόδια από την πόλη ως την παραλία της Αγίας Φωτεινής δύο φορές την ημέρα. Μια νωρίς το πρωί, και αργά το βράδυ η άλλη, όταν επέστρεφε στην πρωτεύουσα του νησιού και στο σπίτι της. Γνώριμη φυσιογνωμία η Σοφία Παπαφωτίου σε όλους τους ντόπιους μιας και τα έντονα σημάδια του προσώπου της, αποτυπώνονταν εύκολα μες στο μυαλό σε οποιονδήποτε την κοιτούσε έστω και για μία φορά. Η εμφάνισή της ήταν το πρώτο χαρακτηριστικό γνώρισμα που διακρίνονταν πολύ εμφανέστερα πάνω της, όπως και το πρόσωπό της που δικαίως από πολλούς, τους συντοπίτες της κυρίως, χαρακτηρίζονταν λίαν επιεικώς, άσχημο και κατ’ άλλους τρομαχτικό.  Οι ουλές της, τρεις βαθιές μαχαιριές που είχε κατά μήκος των μάγουλών της, και μια άλλη στο πηγούνι, ξεχώριζαν από μακριά, όσο δε για τα ενδύματα που επέλεγε και φορούσε, πρόδιδαν σε μέγιστο βαθμό την ξεχωριστή στάση της απέναντι στη ζωή. Μοναχική και συγχρόνως απομονωμένη ζούσε κοντά στο δικό της περιθώριο δίχως να έχει δίπλα της κάποιον κοντινό της άνθρωπο, αλλά και οι δυο τρεις περιστασιακού χαρακτήρα γνωστοί της, χάθηκαν κι αυτοί με την πάροδο των μηνών. Τα στέκια της, οι πλατείες και τα πάρκα της πόλης ειδικότερα τους χειμώνες, και τα καλοκαίρια προτιμούσε τις πολύβουες παραλίες, και τα τουριστικά μέρη με έντονη ζωή για τους δικούς της λόγους. Από μακριά παρακολουθούσε τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές τους, μα αρκετά σπάνια την πλησίαζαν κάποιοι, εξαιτίας  της απωθητικής φυσιογνωμίας της.  Έτσι συνομιλούσε με ελάχιστους κάνοντας σύντομους και χωρίς ουσία διαλόγους, μα στις νεαρές γυναίκες έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση, και στις τουρίστριες ακόμη περισσότερη, αφού οι γνώσεις της σε ξένες γλώσσες κυρίως στ’ αγγλικά και στα γερμανικά, ξεπερνούσαν αρκετά το πολύ καλό επίπεδο. Όπως και η μόρφωσή της ήταν γενικευμένη και πλατιά, μιας και η μελέτη λογοτεχνικών και άλλων συγγραμμάτων ήταν στα άμεσα και καθημερινά ενδιαφέροντά της. Σα ν’ άλλαζε εξολοκλήρου και γινόταν καλοσυνάτη, χαρούμενη και άκρως ομιλητική, όσο δε για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της, τα εξισορροπούσε η θετική διάθεση που έδειχνε για την ώρα εκείνη.

Αινιγματική η Σοφία από παιδί, μεγαλωμένη μέσα σε ιδρύματα μέχρι τα δεκαοχτώ της χρόνια, αφού η μητέρα της την παράτησε από μωρό σε σταθμούς, θέλοντας να αποποιηθεί το βάρος ενός παιδιού, για να συνεχίσει ακάθεκτη την δική της ζωή, χαμένη κάπου στα βρώμικα υπόγεια των μεγαλουπόλεων.  Έτσι το παρελθόν της Σοφίας Παπαφωτίου ήταν  σκοτεινό σαν το μαύρο των ματιών της, που πολύ συχνά τόνιζε το εξωτερικό τους κάνοντάς το ακόμα πιο σκούρο πολύ περισσότερο κατά τις βραδινές της εξόδους. Βάδιζε πολύ αργά στις βόλτες της που ανελλιπώς και σε καθημερινή βάση έκανε, σα νεοφερμένη στην πόλη, κοιτώντας με αξιοπρόσεχτη περιέργεια καθετί που θα της προκαλούσε εντύπωση, από το πολύ μικρό κι ασήμαντο για όλους, μέχρι κάτι πιο αξιόλογο.  Σε τακτικά χρονικά διαστήματα, σταματούσε τη βόλτα της και στεκόταν σε μια άκρη του δρόμου παρατηρώντας τους περαστικούς με τις ώρες που συνήθως την έβρισκε το βράδυ στην ίδια ακριβώς θέση.  Αρκετά συχνά παραμιλούσε κάνοντας μόνη της ολόκληρους διαλόγους με υποτιθέμενους συνομιλητές, όπου στο τέλος της όποιας «κουβέντας» τους εκείνη πάντα ξεσπούσε σε γέλια.  Λίγα πράγματα γνώριζαν γι’ αυτήν, ακόμα και στη γειτονιά της κάπου στο κέντρο της πόλης, αφού πολύ λίγο την έβλεπαν εκεί. Αυτό όμως που έκανε φανερή εντύπωση σ’ όλους αυτούς τους περίοικούς της, ήταν πως τα φώτα του σπιτιού της, τόσο τα εξωτερικά όσο και τα εσωτερικά, ήταν πάντα αναμμένα όλη την ημέρα αλλά  και τη νύχτα, ακόμα κι όταν η ίδια απουσίαζε, κι ο φωτισμός τους είχε ένα ιδιαίτερο χρώμα που πλησίαζε το σκούρο βαθύ κόκκινο που η ίδια λάτρευε. Όπως ακόμα αξιοπερίεργο ήταν γι’ αυτούς οι ήχοι που ακούγονταν πάνω στα ξύλινα δάπεδα, κάτι σαν τριγμοί, και οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα έντονοι κάποιες φορές. Το παράξενο όμως ήταν πως αυτοί εμφανίζονταν ακόμα και τις ώρες που Σοφία έλειπε από το σπίτι, και οι γείτονες τους μη θέλοντας να δώσουν περαιτέρω έμφαση σ’ αυτό, τους απέδιδαν πολύ απλά στην παλαιότητα του κτιρίου αφενός και αφετέρου στη φαντασία τους.

Μόνο μια ηλικιωμένη γυναίκα της γειτονιάς επέμενε λέγοντας, ότι απ’ ότι θυμόταν η ίδια είχε δει την Σοφία την πρώτη μέρα που ήρθε σ’ αυτό το σπίτι, πριν από χρόνια, την συνόδευε κάποια άλλη γυναίκα μεγάλης ηλικίας, και από τότε αυτή δεν την ξαναείδε. Λόγια, που κανείς και ποτέ δεν είχε δώσει σημασία, παρά την πειστική επιμονή της ηλικιωμένης γυναίκας, πιστεύοντας πως ήταν παράλογα και ότι θα παραείδε λόγω της περασμένης ηλικίας της, η γειτόνισσα της Σοφίας.

 

 Νωρίς το πρωί η Σοφία Παπαφωτίου, έφευγε προς άγνωστη κατεύθυνση και πολύ αργά το βράδυ επέστρεφε στην κατοικία της. Όλες οι εποχές του έτους για εκείνη, ήταν ακριβώς οι ίδιες, μιας και δεν άλλαζε κάτι συγκλονιστικά. Ίδιο καθημερινό πρόγραμμα, παρόμοιοι και οι προορισμοί της, παρά μόνο λίγες φορές το χρόνο παρέκλινε απ’ αυτές τις συνήθειες που πιστά κρατούσε για ολόκληρο το υπόλοιπο διάστημα. Τους χειμώνες επιδίδονταν μανιωδώς στο περπάτημα σε άγνωστες περιοχές ως προς αυτήν, και σε κακοτράχαλα μονοπάτια που ούτε και οι ντόπιοι γνώριζαν καλά-καλά την ύπαρξή τους.  

Εκείνη την ημέρα του Ιούνη, σχεδόν χαράματα είχε φύγει από το σπίτι της με προορισμό την παραλία της Αγίας Φωτεινής, γνωρίζοντας πως θα υπήρχαν ευκαιρίες και σοβαροί λόγοι για να έβρισκε εκεί κάποια ξένη από το νησί ή τουρίστρια. Έψαχνε νεαρή κοπέλα, όχι πάνω από τα τριάντα, που θα ήταν μόνη όπως άλλωστε και η ίδια, με σκοπό να μιλήσει μαζί της, να μοιραστούν την μοναξιά τους και τέλος να γράψει στον δικό της κατάλογο άλλο ένα θύμα της, που θα έμοιαζε με το πρόσωπο που από παιδί η Σοφία καθημερινά σκότωνε. Αυτό της μητέρας της. Σα να το χάραζε λίγο-λίγο με το πιο κοφτερό μαχαίρι που είχε στη διάθεσή της, κάνοντας τις ίδιες χαραματιές όπως είχε το δικό της πρόσωπο, και πολύ περισσότερο σαν κι αυτές που είχε μες στην ψυχή της, αφαιρώντας από το μητρικό πρόσωπο λίγο-λίγο κι από ένα ζωτικό κομμάτι του.

Ήταν το ξημέρωμα της 28ης του Ιούνη και η 51η επέτειος των γενεθλίων της Σοφίας. Το σημερινό  δώρο στον εαυτό της θα ήταν άλλος ένας φόνος, άλλη μια στυγερή δολοφονία, όπως μοναδικά ήξερε να κάνει η Σοφία. Το σχέδιο της από μέρες το είχε μες στο μυαλό της και με την πιο παραμικρή του λεπτομέρεια καθώς είχε βρεθεί η τοποθεσία και απέμεινε να άλλο ένα γυναικείο θύμα να πέσει στα δικά της δίχτυα.

Αυτή η 28η του Ιούνη έμελε να βάψει το νησί με το πιο μαύρο χρώμα όλο τον ορίζοντά του, αφού ποτέ κατά το παρελθόν δεν είχε συμβεί ένα έγκλημα με τόσο μεγάλο αποτροπιασμό.  Ήταν η τελευταία μέρα για τη ζωή της 27χρονης αγγλίδας της  Μπέτυ, που μόλις είχε έρθει στο νησί ακούγοντας τα λόγια φίλων της που το είχαν επισκεφθεί ένα χρόνο πριν, λέγοντάς της τα καλύτερα.

Οι φωνές που ακούστηκαν από έναν νεαρό άντρα που κολυμπούσε σε μεγάλη σχετικά απόσταση από την ακτή της  Αγίας Φωτεινής, αναστάτωσαν όλους όσους ήταν την ώρα αυτή εκεί. Απογευματινές ώρες εκείνης της «μαύρης» Παρασκευής και ο συνωστισμός που επικρατούσε στην παραλία ήταν αρκετός.  Η κοσμοπλημμύρα ήταν φυσιολογική για πολλούς, αφού από τις πρώτες πρωινές ώρες αυτής της ημέρας αρκετοί ήταν εκείνοι που επέλεξαν για να είναι εκεί από νωρίς, έχοντας βρει μια κατάλληλη θέση για όλη την υπόλοιπη ημέρα και μέχρι αργά το απόγευμα.

Αρχικά όλοι πίστεψαν πως πρόκειται για κάποιο από τα αστεία που έκαναν παρέες νεαρών κολυμβητών θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τραβήξουν την προσοχή και τον θαυμασμό ίσως, όλων των άλλων και ιδιαίτερα των κοριτσιών. Όταν όμως διαπίστωσαν πως έκαναν λάθος και δεν ήταν κάτι απ’ αυτά τα συνηθισμένα παιχνίδια τους, όλοι πάγωσαν.  Άμεσα και συνειδητοποιώντας οι πιο ψύχραιμοι πως κάτι κακό συνέβαινε έπεσαν στο νερό και με γρήγορες αλλά και μεγάλες χεριές, που θα ζήλευαν ακόμα και οι πρωταθλητές της κολύμβησης του ελεύθερου στυλ, κατάφεραν μέσα σε σύντομο χρόνο να φτάσουν μέχρι το νεαρό που καλούσε για βοήθεια. Με μπροστάρη τον ναυαγοσώστη της παραλίας ο οποίος κρατούσε ένα σωσίβιο και από την αρχή είχε καταλάβει πως κάτι άσχημο συνέβαινε, άμεσα έδειξε στην πράξη όλα αυτά που διδάχθηκε και ήταν ένας από τους λόγους που επιλέχθηκε  για τη θέση του ναυαγοσώστη στην παραλία της Αγίας Φωτεινής.

Αυτό όμως που αντίκρισαν τους έκοψε κυριολεκτικά με μιας τα πόδια και τα χέρια. Ένα γυναικείο πτώμα επέπλεε πολύ κοντά τους και το πιο οδυνηρό και συγχρόνως αποτρόπαιο ήταν πως του έλειπαν κάποια μέλη. Μια μεγάλη στρογγυλή αιμάτινη θάλασσα είχε δημιουργηθεί γύρω από το πτώμα, και που το συνόδευε αργά και βασανιστικά, παρασέρνοντας το στις ορέξεις του κυματισμού.  Δίχως να χάσουν χρόνο και ενεργώντας σπασμωδικά, αφού αδυνατούσαν να κρατήσουν όλες τις αισθήσεις τους στο χώρο αυτό, κατέφεραν να οδηγήσουν μέχρι την ακτή της Αγίας Φωτεινής τόσο το νεαρό που από την πρώτη στιγμή είχε υποστεί λιποθυμικό επεισόδιο βλέποντας το γυναικείο πτώμα, όσο και τη νεκρή...

Συνεχίζεται.