Η άλλη όψη

2014-05-01 09:16

                                                          Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ.

Απ’ το πρώτο δεκαήμερο του  Ιούλη άρχισε η αναζήτηση κατοικίας στην Θεσσαλονίκη για την 18 ετών Σόφη. Η βαθμολογία που συγκέντρωσε  στις πανελλήνιες εξετάσεις, της εξασφάλισαν από τότε και με σχετική άνεση την εισαγωγή της  σε μια από τις περιζήτητες σχολές του Αριστοτέλειου πανεπιστημίου που ήταν και ο μεγάλος  πόθος της.

 Έτσι, από τα μέσα του καλοκαιριού  οι γονείς της Σόφης έχοντας πάρει τις εγγυήσεις από τους  καθηγητές του σχολείου της πως η κόρη τους θα ήταν μάλιστα  στην πρώτη  δεκάδα επιτυχόντων της σχολής, και για ν’ αποφύγουν την επικείμενη κοσμοσυρροή, που παρατηρείται  από τα τέλη Αύγουστου μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη, στην συμπρωτεύουσα από τους πρωτοετείς φοιτητές,  αποφάσισαν αυτό το ταξίδι για την Θεσσαλονίκη.

Ολόκληρη η οικογένεια μετακόμισε, από την πόλη των μανιταριών, τα Γρεβενά, στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας για την Σόφη τους και μόνο, και τούτο για να της βρει από πολύ νωρίς, ένα σπίτι όπως ακριβώς το ήθελε εκείνη.   

Ο πατέρας της πέταξε απ’ την χαρά του για την επιτυχία αυτή της μοναχοκόρης του όπως και η μητέρα της που είδαν στο πρόσωπο της Σόφης να ανταμείβονται οι κόποι τους και οι πολλές θυσίες που έκαναν τόσα χρόνια γι’ εκείνη.

 Στην  Καλλονή των Γρεβενών  γεννήθηκε  το πρώτο και μοναδικό παιδί του ζευγαριού όπως άλλωστε και η μητέρας της Σόφης, όσο για τον Παναγιώτη τον πατέρα της, ήρθε στην ακριτική πόλη της  Μακεδονίας, άγνωστο από ποιο μέρος,  λίγο πριν από τα 35 του χρόνια, και σε σύντομο χρονικό διάστημα παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του όπως διατυμπάνιζε πως ήταν γι’ αυτόν η Χαρά.

Οι συγγενείς της, μια και δεν ζούσαν οι γονείς της Χαράς, ανέλαβαν  από την πρώτη στιγμή να μάθουν για το παρελθόν του Παναγιώτη αλλά οι όποιες ενέργειες και προσπάθειές τους αποδείχθηκαν μάταιες ή έπεφταν στο κενό.  Και η ίδια τυφλωμένη από τον έρωτά του που ποτέ στο αθώο παρελθόν της δεν είχε ζήσει, δεν μπήκε στον κόπο να μάθει γι’ αυτόν λέγοντας πως άλλα  έχουν αξία αφού η ευτυχία της καθρεφτίζονταν αυτούσια στο πρόσωπο του Παναγιώτη.

-Από την Αθήνα… τους είχε πει κάποτε και μόνο αυτό ήξεραν όλοι για τον τόπο καταγωγής του Παναγιώτη, και ότι ήρθε στα Γρεβενά για δουλειά. Ακόμα και στην σύζυγό του της είχε αποκαλύψει μόνο την ημερομηνία της γέννησής του.

17 Μαρτίου 1947 της είπε όταν τον ρώτησε.  

 Οι εκδρομές τους κάποια Σάββατα όσο ήταν παιδί ακόμα η Σόφη έφταναν ως τη Λάρισα και  την Καστοριά για  την καθιερωμένη πια βόλτα τους στην λίμνη  της πόλης των γουναράδων.

 Η πλούσια βλάστηση με τα αχανή δάση που θύμιζαν αλπικά τοπία και η περίφημη «ζεστή κοιλάδα» γνωστή ως Βάλια Κάλντα,  μάγεψαν από την πρώτη στιγμή τον Παναγιώτη κάνοντας την απόφασή του να μείνει μόνιμα στα Γρεβενά κάτι παραπάνω από βέβαιη.

Άριστος γνώστης της καλλιέργειας των μανιταριών και γενικότερα των αγροτικών προϊόντων που παρήγαγε ο νομός, γρήγορα η φήμη του έγινε γνωστή ξεπερνώντας τα στενά σύνορα των Γρεβενών  για τις σύγχρονες και πρωτοποριακές ιδέες του πάνω στις καλλιέργειες.  Το μικρό μαγαζάκι  πώλησης αγροτικών και συναφών προϊόντων του νομού, ιδιοκτησίας της συζύγου του Χαράς,  μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια ύπαρξης έγινε μεγαλύτερο θυμίζοντας περισσότερο  τα γνωστά  αλυσίδων μεγάλων εταιριών.

Φτάνοντας προς το τέλος της  πέμπτης δεκαετίας της ζωής του ο Παναγιώτης αποφάσισε να αποσυρθεί πια από την ενεργό δράση  έχοντας όμως εξασφαλίσει οικονομικά και όχι μόνο οφέλη τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένειά του. Τότε ήταν που προέκυψε και η εισαγωγή στο Αριστοτέλειο καθώς και η  φοίτηση της Σόφης στην Θεσσαλονίκη κάτι που του επέτρεπε να είναι κοντά της προσφέροντας κάθε βοήθεια που γι’ εκείνη θα ήταν χρήσιμη.

Η περιοχή της  Καλαμαριάς, μιας από τις ομορφότερες της Θεσσαλονίκης, ήταν τελικά η  συνοικία όπου θα φιλοξενούσε την  Σόφη στα πρώτα της φοιτητικά βήματα.  Τριάρι σε  καινούργια πολυκατοικία και μ’ όλες τις ανέσεις για εκείνη την εποχή αφού δεν της έλειψε τίποτα φροντίζοντας γι’ αυτό  ο πατέρας της που δεν χαλούσε κανένα χατίρι στην κόρη του, πόσο μάλλον τώρα που ήταν πια φοιτήτρια της ιατρικής σχολής, κάτι που έκανε και τον ίδιο περήφανο.

Οι εκδρομές πια με την σύζυγό του Χαρά ήταν πια καθημερινές απολαμβάνοντας το φυσικό πλούτο των νομών της δυτικής Ελλάδας, φτάνοντας οι δυο τους μέχρι την Φλώρινα και την Ηγουμενίτσα.

Στην 60η επέτειο των γενεθλίων του εκτυλίχθηκε ένα απρόσμενο γεγονός  που έφερε στην επιφάνεια όλο το  παρελθόν του Παναγιώτη που κανείς μέχρι σήμερα δεν ήξερε και που εκείνος απέκρυπτε.   

 Ξημερώματα της 17ης Μαρτίου τα βήματα του Παναγιώτη τον οδήγησαν με απόλυτη ακρίβεια στην πρώτη εκκλησία που συνάντησε  μπροστά του και μπαίνοντας μέσα αντίκρισε την εικόνα της Παναγίας.  Σαν κάτι να φτερούγισε στο μυαλό και στην καρδιά του και  οι μνήμες μιας άλλης εποχής ξαναζωντάνεψαν.

Ο Παναγιώτης ήταν ένας από τους 50 κατοίκους, 8 χρονο παιδί τότε,  που είχαν βρήκαν καταφύγιο μέσα στην εκκλησία της Παναγίας κυνηγημένοι από τους αντάρτες αυτής της εποχής.  Οι σφαίρες από τα όπλα των ανταρτών  εξοστρακίστηκαν και κανένας απ’ αυτούς που είχαν κλειστεί  στην εκκλησία Της Παναγίας, δεν είχε πάθει το παραμικρό.

Για εξήντα χρόνια σε κανέναν δε μιλούσε γι’ αυτό το γεγονός αφού αυτός κι η μητέρα του προσπαθούσαν να το διαγράψουν από το μυαλό τους από φόβο και μόνο.

Από την Βέροια η καταγωγή του έφυγαν μαζί με την μητέρα του για την Αθήνα για μια καλύτερη ζωή αλλά και να είναι μακριά από τον τόπο που διαρκώς  ξυπνούσε μέσα τους δυσάρεστες αναμνήσεις αλλά και διαρκή τρόμο. Μεγάλωσε στην πρωτεύουσα σπουδάζοντας γεωπονική, έχοντας όμως βαθιά μέσα του την πεποίθηση πως κάποτε θα επέστρεφε για να συναντήσει την γυναίκα που κρατούσε το χέρι της μητέρας του ακούγοντας τους πυροβολισμούς των ανταρτών.

Ρωτώντας έμαθε πως η γυναίκα αυτή δεν ζούσε, βρήκε όμως την κόρη της και σύζυγό του πια Χαρά.

                                                                ΤΕΛΟΣ